Ο Δημήτρης Μουρατίδης γράφει στον ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΗ για το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ

  


Στην Κωνσταντινούπολη της δεκαετίας του ’50, εκτυλίσσεται το νέο μυθιστόρημα της Τ. Μπάιλα. Πιο συγκεκριμένα σε μια από τις γειτονιές του Πέρα, όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν κυρίαρχο, αλλά και που ζούσε σε απόλυτη αρμονία με τις άλλες μειονότητες και τους Τούρκους. «Εμείς ζούμε μαζί τους όλα μας τα χρόνια […] Αγκαλιασμένοι είμαστε. Ο ένας βοηθά τον άλλον, όσο μπορεί. Κρυώνει ο Τούρκος; Βγάνει και του δίνει το παλτό του ο Έλληνας. Πονά ο χριστιανός; Τόνε συντρέχει ο μουσουλμάνος».

Χαρακτήρες –μυθιστορηματικούς- και πρόσωπα που ζουν στους δρόμους αυτής της γειτονιάς περιγράφει η συγγραφέας. Ο καθένας με την ιστορία του, το παρελθόν του και τον αγώνα του για την επιβίωση. Τον χαμογελαστό Ισμαήλ, που θέλει πάντα να βλέπει την αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων και που μαζί με τον ανιψιό του, εξυπηρετούν τους πελάτες του καφενείου τους, Έλληνες και Τούρκους. Την Αϊσέ που θέλει να πετάξει με τα φτερά του έρωτα και φεύγει αφήνοντας μια πανέμορφη κόρη και δυο ραγισμένες καρδιές. Τον Ισίδωρο, που μπορεί να ζει μια μοναχική ζωή «κρυμμένος» μέσα στο βιβλιοπωλείο που κληρονόμησε από τον πατέρα του, αλλά ζει μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα ζωή μέσα στις σελίδες των βιβλίων που διαβάζει. Την αρχόντισσα Καλλιάνθη Καρατζόγλου την «κόρη του μεγαλύτερου αλευρέμπορα της Πόλης», που ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, αντίθετος στις συμβάσεις της εποχής, την έκανε να αποτραβηχτεί στο αρχοντικό της οικογένειας και να ζήσει σε απομόνωση σχεδόν, με την Μέλπω την οικονόμο της και τον γάτο της τον Σοπέν! Την Εσίν, που χάρη στην προτροπή του Ισίδωρου κι εξαιτίας ενός τραγικού γεγονότος του οποίου υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, αποφάσισε να φύγει για να σπουδάσει στην Άγκυρα, για να αλλάξει τη μοίρα της που την καθόριζε ο ανδροκρατούμενος και θρησκόληπτος κοινωνικός περίγυρος. Τον ύπουλο και «νταή» Ναντίρ, που ήταν μπλεγμένος σε ύποπτες δραστηριότητες, που για να ικανοποιήσει ένα καπρίτσιο του, θα καταστρέψει τη ζωή της Ασλίβ και της οικογένειάς της. Αλλά και τη γριά Γιασεμώ, πρώην πόρνη, που φυτοζωεί σαν επαίτης αφού εξαιτίας των επιλογών της έμεινε χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο, και τριγυρνά στους δρόμους με τον σκύλο της τον Γιουσούφ, που τον βρήκε κουτάβι στα σκουπίδια και τον μεγάλωσε σαν παιδί της.

Όλοι αυτοί κινούνται και συμβιώνουν αρμονικά σε έναν τόπο που «δεν ήταν απλώς μια πόλη που χώριζε Τούρκους και Ρωμιούς, αλλά μια πόλη που συνένωνε ανθρώπους που υπέφεραν το ίδιο, που μοιραζόντουσαν ήθη, έθιμα, νοοτροπίες, που αντιδρούσαν με τον ίδιο τρόπο στο ανηλεές και αδιάφορο για τη μοίρα των ανθρώπων πέρασμα της Ιστορίας και επιδίωκαν να ζουν ειρηνικά μεταξύ τους, έστω και αν δεν τα κατάφερναν πάντα».

Μέχρι που πολιτικά παιχνίδια, επέβαλαν την αναβίωση του εθνικισμού και η ανησυχία κατέλαβε τον ελληνικό πληθυσμό. «Η αναθέρμανση του αρνητικού κλίματος είχε αρχίσει ν έχει αντίκτυπο και στην καθημερινότητά τους. Εκεί όπου μέχρι πρότινος υπήρχε μια ήρεμη και αδελφωμένη γειτνίαση ανάμεσα στους κατοίκους αυτής της πόλης, σταδιακά είχε αρχίσει να επιστρέφει ο φόβος. Σαν σαύρα γλιστρούσε στα σοκάκια και σερνόταν με αργές αλλά μεθοδικές κινήσεις». Ακολούθησε ένα πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης, τον Σεπτέμβριο του 1955. Ήταν η απαρχή της προσπάθειας των Τουρκικών Αρχών, να «απαλλαγούν» με κάθε τρόπο από την παρουσία του ελληνικού πληθυσμού.

Όμως, παρόλο που τα ιστορικά στοιχεία είναι απόλυτα ελεγμένα και έγκυρα, η Τ. Μπάιλα δεν θέλει να γράψει Ιστορία. Όπως λέει «Περιγράφω γεγονότα από τη σκοπιά των απλών ανθρώπων, έχοντας πρώτα συνειδητοποιήσει απολύτως τι ακριβώς έζησαν και οι δύο πλευρές, έχοντας κατανοήσει πως τίποτα δεν είναι πιο πικρό από τη νοσταλγία για το παρελθόν από το οποίο βίαια κάποτε αποσπάστηκε κάποιος».

Το «Λέγε με Ισμαήλ» (ο τίτλος είναι δανεισμένος από την εναρκτήρια φράση του εμβληματικού «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ)είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα. Η συγγραφέας με τη γνωστή της δεινότητα και λυρισμό, περιγράφει τοπία, τόπους, πρόσωπα και κυρίως συναισθήματα που ξεχειλίζουν από κάθε σελίδα του βιβλίου. Με γλώσσα πλούσια, μεστή στην οποία προσθέτοντας εκφράσεις της κωνσταντινουπολίτικης εκφοράς των ελληνικών προσδίδει μεγαλύτερη αληθοφάνεια στους διαλόγους. Με χαρακτήρες ολοζώντανους, στέρεα δομημένους, που ο καθένας έχει τη δική του ιδιοσυγκρασία και ψυχοσύνθεση. Ένα νοσταλγικό, αξιοπρόσεκτο μυθιστόρημα που πρέπει να διαβάσει ο κάθε αναγνώστης.

https://open.spotify.com/embed/episode/69321Ubr8SBEOCSx8MgJu2?utm_source=generator&theme=0

Πηγή: Σελιδοδείκτης Λέγε με Ισμαήλ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές από τον Δημήτρη Κώτσο

ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΙΣ ΤΑΝ ΠΟΛΙΝ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ