ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΙΣ ΤΑΝ ΠΟΛΙΝ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ

Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ένα από τα πιο καίρια ερωτήματα που προκύπτει κάθε φορά που ένας συνειδητοποιημένος αναγνώστης κλείνει ένα βιβλίο είναι αν και σε ποιο βαθμό κατάφερε ο συγγραφέας του να αναπτύξει όλες εκείνες τις τεχνικές που προσδιορίζουν ως τέχνη τον εκφρασμένο λόγο και ενδεχομένως να ενεργοποιήσει τα αναγκαία ψυχικά του αποθέματα, για να μετατρέψει το μικρόκοσμο του έργου του σε μια συγκεκριμένη ιδέα την οποία θέλει να κοινωνήσει στον αναγνώστη του. Στο συγκεκριμένο βιβλίο όμως αυτό που ο αναγνώστης καλείται να θαυμάσει κυρίως δεν είναι η αριστουργηματική του δομή και οι δομημένοι χαρακτήρες, ούτε η ανασύσταση ενός τόσο μακρινού παρελθόντος μέσα από την παραμικρή λεπτομέρεια, όσο η ευθύνη του συγγραφέα απέναντι στο τυπωμένο χαρτί. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί, ας μου επιτραπεί η έκφραση, το "φόβο" του ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΛΠΟΥΖΟΥ απέναντι σ' αυτό που καταπιάνεται να γράψει. Όσο γοητευτικό κι αν είναι, το ταξίδι της γραφής συνιστά την μέγιστη ευθύνη της δημιουργίας απέναντι στον αναγνώστη, πρωτίστως όμως απέναντι στο ίδιο το θέμα του. Και η δημιουργία αυτή απαιτεί έρευνα, αφοσίωση, δέσμευση. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ένα έργο ιστορικών διαστάσεων. Αυτό τον φόβο του Καλπούζου ένιωσα διαβάζοντας το βιβλίο. Το φόβο που απορρέει από το σεβασμό απέναντι σ' αυτό που προτίθεσαι να γράψεις. Ο κόσμος του Τζανή είναι για τον συγγραφέα μια υπαρκτική πραγματικότητα και γι αυτό το λόγο την προσεγγίζει με δέος, γίνεται ο ίδιος μέρος του, σπαράζει με τον σπαραγμό του, ματώνει από το μαχαίρι του, ποθεί τους έρωτές του και τελικά μας τον συστήνει με τη συστολή του προικισμένου δημιουργού και την αυτοπεποίθηση ενός μεγάλου λογοτέχνη.
Ο αρχιτεκτονικός ιστός που διαπερνά και συνακόλουθα συνδέει το έργο, αδιόρατος ωστόσο στον αναγνώστη,λειτουργεί με κύριο άξονα αναφοράς την Ιστορία και εισάγει τον αναγνώστη με ένα ενδιαφέρον τρόπο στην ιστορική αναβίωση της περιόδου 1808-1831, αφήνοντας τη μαγεία μιας αφήγησης που δεν κουράζει ως απλή ιστορική καταγραφή, αλλά σαγηνεύει μέσα από τις περιγραφές που άλλοτε γίνονται ανατριχιαστικές και κόβουν την ανάσα κι άλλοτε μυρίζουν ανατολίτικο άρωμα λαγνείας, πάντοτε όμως συλλειτουργούν στην κατάκτηση της γνώσης.
Αυτό το στοιχείο όμως που κατά κύριο λόγο ξαφνιάζει αρχικά τον αναγνώστη, για να τον γοητεύσει στη συνέχεια και κυρίως να τον συγκινήσει είναι η επιλογή της γλώσσας που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί. Σε μια δύσκολη πρωτοπρόσωπη αφήγηση με το γλωσσικό ιδίωμα της Πόλης του 1808 που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες εκεί, ο Καλπούζος δραπετεύει από τις παγιωμένες φόρμες και τολμά να ρισκάρει πέρα από τα καθιερωμένα σχήματα, για να πετύχει το σχηματισμό ενός γλωσσικού μωσαικού που αντικαθρεφτίζει τον πολυπολιτισμικό καθεστώς της Πόλης του 19ου αιώνα. Κάθε συναρμολογημένη λέξη, επιμελώς τοποθετημένη μέσα στο κείμενο, συνιστά ένα ψηφιδωτό αισθητικής απόλαυσης. Η οπτική γωνιά της καταγεγραμμένης βιωμένης μνήμης αλλάζει καθώς μετατοπίζεται ανάμεσα στους ήρωες και αλλάζει ύφος και τρόπο γραφής.
Το καθεστώς των αντιθέσεων που διαφαίνεται μέσα από απλές φράσεις: "Μουσουλμάνες να φυλάγονται μηνξεσκεπαστούν τα μούτρα τους.Ρωμιές μονάχα με τις καμιζόλες"(σελ.17).
Ένα γοητευτικό ταξίδι η αφήγηση του κεντρικού ήρωα, του Τζανή σε έναν κόσμο που αναβιώνει αισθητικά και ιστορικά με απίστευτες λεπτομέρειες από στοιχεία που συνέθεταν το παζλ της καθημερινής ζωής στην Πόλη ξετυλίγεται μέσα στις σελίδες και ο αναγνώστης μένει να απορεί με τη δύναμη των περιγραφών του. Βρίσκεται κι εκείνος σε μια γωνιά του εργαστηρίου του Τζανή να μυρίζει τα αποστάγματα των αρωμάτων του έτσι όπως αυτά ανακατεύονται με τις φωνές των ανθρώπων από όλες τις φυλές, των άστεγων που κάθονταν έξω από τα τζαμιά, των γενίτσαρων, των ευνούχων, των κρυπτοχριστιανών, των πραματευτάδων. Ακούει τους ήχους τους, γεύεται τις μυρωδιές τους, μυρίζει την ανάσα τους. Μουσουλμάνες, χανούμισες, Ελληνίδες περνούν από τις σελίδες σε μια ιστορική πραγματικότητα αναμεμειγμένη με την ηθογραφία της εποχής.
Είναι ασύγκριτος ο αριθμός των πληροφοριών που ο αναγνώστης μπορεί να συλλέξει. Ήθη, έθιμα,μάγια, ξόρκια, παροιμίες, τραγούδια από τη μια και από την άλλη ιδέες όπως η αυτοθυσία,η αγριότητα, η φιλία, το πάθος, η σταύρωση και η ανάσταση, ενδόμυχες ομολογίες και απολόγίες εμπλέκονται σε ένα παιχνίδι αντιθέσεων με τους ήρωες να αποτελούν την υπαρκτική έκφανση του καλού και του κακού.
Το βιβλίο εντυπωσιάζει από τον αμητό πληροφοριών και εικόνων, αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς του Γιάννη Καλπούζου, εκφράζοντας ταυτόχρονα την μέγιστη οδύνη του δημιουργού, ορατή σε όλους, όσοι βασανίζονται να ακουμπήσουν επάνω σε ένα κομμάτι λευκού χαρτιού την καταγραφή του λόγου τους και κατατάσσει τον συγραφέα αυτού του βιβλίου στους κλασσικούς δημιουργούς αυτού του τόπου.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Μυθοπλασία και πραγματικότητα συνυφαίνονται στο υφαντό της Πόλης από το 1808 ως το 1831. Καθημερινή ζωή, έρωτες, δυνατές φιλίες, πλούτη, φτώχεια, οραματιστές, συμμορίες των δρόμων, χασικλήδες, δερβίσηδες, γενίτσαροι· α
ρνησίθρησκοι, κρυπτοχριστιανοί, δεισιδαιμονίες, ερωτικά ξόρκια, χαμένα όνειρα, οι γυναίκες στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού· πυρκαγιές, παζάρια, βεγγέρες, καπηλειά των 1000 τ.μ., η τρομερή φυλακή του Μπάνιον, το μπουντρούμι και η αστυνομία του Πατριαρχείου· κοινά σχολεία, η Μεγάλη του Γένους Σχολή, ερωμένες Πατριαρχών, λεσβίες, αρώματα, λάσπες, βασανιστήρια, πανούκλα· προεπαναστατική περίοδος, Φαναριώτες, συνωμοσίες, μυστικές εταιρείες, προδότες, μισαλλοδοξία, οι σφαγές στην Πόλη το 1821· Ρωμιοί, Οθωμανοί, Αρμένιοι, Φράγκοι, Εβραίοι. Κι ακόμα Πόντος, Χίος, Δραγατσάνι, Μανιάκι, Αλεξάνδρεια.

Πόθος, φόβος, όχλος, άγιοι και δαίμονες.

Ένα επικό μυθιστόρημα που καθηλώνει τον αναγνώστη με την περιπετειώδη ζωή των ηρώων του, την ατμόσφαιρά του, τη χειμαρρώδη γλώσσα του, το συναίσθημα, τον στοχασμό, τις αστείες καταστάσεις και την ολοζώντανη αναπαράσταση της εποχής εκείνης.
http://youtu.be/9AOy2AWRPQY

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές από τον Δημήτρη Κώτσο