Η Μάρθα Ιορδανιδου γράφει για τις "Άγριες θάλασσες" στο thinkfree.gr

Γράφει η Μάρθα Ιορδανίδου / φιλόλογος

«Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά» καταλήγει ο ποιητής Γ. Σεφέρης στο ποίημά του «Τελευταίος Σταθμός», το τελευταίο ποίημα της ποιητικής του συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’». Σ’ αυτήν την συλλογή ο ποιητής καταγράφει τις εμπειρίες του στο Κάιρο, όπου η ελληνική κυβέρνηση είχε καταφύγει όταν τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα. Ο ποιητής, όντας διπλωματικός υπάλληλος, την ακολουθεί και ζει από κοντά τις διπλωματικές ζυμώσεις μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών και των συμμάχων, οι οποίες αφορούσαν το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας. Αποτυπώνει τους πολιτικούς αυτούς αγώνες, τις δολοπλοκίες και τους καιροσκοπισμούς ανθρώπων και υπηρεσιών, σε μια εποχή που o ελληνικός λαός με την Αντίστασή του συνέχιζε τον αγώνα εναντίον των κατακτητών και υπέφερε τα πάνδεινα (βασανιστήρια, πείνα, εκτελέσεις, κάθε είδους καταστροφές κτλ.).1

Στην ίδια ταραγμένη και αιματοβαμμένη εποχή αναφέρεται και το μυθιστόρημα της Τέσυς Μπάιλα «Άγριες Θάλασσες». Και δεν είναι η πρώτη φορά που η Μπάιλα καταπιάνεται με το αιμοσταγές θέμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Το ίδιο επιχείρησε και στο βιβλίο της «Το μυστικό ήταν η ζάχαρη», ένα «μυθιστόρημα-καλειδοσκόπιο μιας δύσκολης εποχής, ποτισμένο με εικόνες, μυρωδιές και μνήμες..». Η διακριτή διαφορά μεταξύ των δύο; Εδώ έχουμε να κάνουμε με την ιστορία του Μιλτιάδη Χούμα, ενός υπαρκτού προσώπου, ενός ήρωα που προχώρησε στα σκοτεινά, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Βαθύ σκοτάδι έπρεπε να καλύπτει τον ουρανό για την επιτυχή έκβαση των δύσκολων αποστολών που αναλάμβανε ο κάπτεν- Μίλτον. Ήταν φορές που ακόμη και το μουντό χρώμα του φεγγαριού, που σε άλλη περίπτωση είναι σωτήριο και πυξίδα στον στεριανό δρόμο του αγωγιάτη και τον θαλασσινό του ναυτικού, τις βραδιές που το καΐκι Ευαγγελίστρια βρισκόταν σε εντεταλμένη αποστολή γινόταν πηγή άγχους και ανησυχίας για τον καπετάνιο και τους άνδρες του, μην τυχόν τους προδώσει και τους αποκαλύψει στον εχθρό, στους Ιταλούς και πολύ χειρότερα στους Γερμανούς. Στα σκοτεινά προχωρούσε το πλήρωμα της Ευαγγελίστριας, γιατί η πληροφόρησή του για τον σκοπό της κάθε αποστολής ερχόταν με τον πιο περίεργο τρόπο, με άκρα μυστικότητα, έτσι που κανείς να μην έπαιρνε χαμπάρι, ούτε καν το άτομο που μετέφερε τις πληροφορίες, τη σπουδαιότητα του μηνύματος, ενώ για την επόμενη δεν υπήρχε η παραμικρή υποψία.

Στα σκοτεινά προχωρούσαν οι ήρωες, γιατί εκτελούσαν το χρέος τους αθόρυβα και σεμνά, χωρίς να επιδιώκουν αναγνώριση και τιμές και δόξες και τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα πάνω τους. Από αυτό το υλικό, το άφθαρτο και πολύτιμο είναι φτιαγμένοι οι ήρωες. Και η ελληνική ιστορία έχει, δόξα τω Θεώ, να επιδείξει πολλούς τέτοιους ήρωες. Ο Μιλτιάδης Χούμας ήταν ένας από αυτούς, που χάρη στην Τέσυ Μπάιλα γνωρίσαμε κι εμείς.

Στο βιβλίο Άγριες θάλασσες η Τέσυ Μπάιλα με αξιοπρόσεκτη ακρίβεια, λεπτομερή περιγραφικό λόγο και αναλυτική αφηγηματική γραφή, αξιοποιώντας την παντοδυναμία του παντογνώστη αφηγητή και της τριτοπρόσωπης αφήγησης, καταφέρνει να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο ενός άγνωστου Έλληνα πατριώτη, ο οποίος με την ηρωική του εμπλοκή στην αντίσταση κατάφερε ανδραγαθήματα και έφερε εις πέρας αποστολές ριψοκίνδυνες που αφορούσαν άλλοτε τη διάσωση ενός προσώπου και άλλοτε μιας ολόκληρης ομάδας και τη φυγάδευσή τους στη Μέση Ανατολή. Στην αποστολή αυτή στρατολογήθηκε από τους Άγγλους συμμάχους, καθώς είχαν πληροφορηθεί την αξιοσύνη του, την ναυτική του πείρα, το ηθικό ανάστημά του.

«[…] Μια έμφυτη συστολή χαρακτήριζε τα γαλάζια του μάτια, και το αμυδρό μειδίαμα στο πρόσωπό του είχε χαλαρώσει απροσδόκητα το πάντοτε αυστηρό του βλέμμα.

Βραχύσωμος και αδύνατος, με μια αεικίνητη σβελτάδα να τον χαρακτηρίζει σε κάθε του κίνηση, ήταν ο συνηθισμένος τύπος νησιώτη, του ναυτικού, του ανθρώπου με τη λεύτερη ψυχή, τη ζυμωμένη στα θαλασσινά κύματα… σ. 67»

Το προτρέτο του περιμετρικά περιβάλλεται από μια σειρά προσώπων, ανδρικών και γυναικείων, υπαρκτών στην πλειοψηφία τους, αντιπροσωπευτικών όλων των ανθρώπων που έζησαν τα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Κι έτσι η συγγραφέας με εξαιρετική μαεστρία και ευαισθησία αποτυπώνει τις ανθρώπινες σχέσεις που ανα- πτύχθηκαν μεταξύ όλων αυτών των προσώπων, όλες γεμάτες από αγάπη και τρυφερότητα, σεβασμό και αφοσίωση. Σχέσεις αδελφικές, σχέσεις γονέων με παιδιά, σχέσεις φιλικές και πάνω από όλα σχέσεις αγαπητικές, όλες λόγω συνθηκών δοκιμασμένες στο πύρινο χωνευτήρι του πολέμου, άντεξαν και άνθισαν και καρποφόρησαν στα ύστερα χρόνια της ειρήνης.

Έτσι, καθώς διαβάζει κάποιος το βιβλίο της Μπάιλα σελίδα τη σελίδα διαπιστώνει ότι, τελικά, μάλλον πρόκειται για έναν ύμνο στην ειρήνη και στα αγαθά της, ένα μυθιστόρημα με αντιπολεμικό χαρακτήρα και όχι μια απλή παράθεση πολεμικών εχθροπραξιών και ιστορικών γεγονότων. Γιατί ακόμη και μέσα στον κίνδυνο, στα άγρια κύματα και στο ναρκοθετημένο πέλαγος η νοσταλγία των όμορφων στιγμών με αγαπημένα πρόσωπα, η μνήμη των τόπων και των προσώπων και η ονειροπόληση για συνέχιση της ζωής μετά το τέλος του πολέμου, οπλίζει τον καπετάνιο και τους άνδρες του με περίσσιο θάρρος, αγωνιστικότητα και ελπίδα για το αύριο, για έναν κόσμο ειρηνικό και μια ζωή όμορφη, οικογενειακή, όπως πρέπει του ανθρώπου,
« […] οι άνθρωποι φτιάχτηκαν για να ζήσουν λεύτερα, να αγαπήσουν, να φτιάξουν τα σπιτικά τους, να γεννήσουνε παιδιά, να αγκαλιάσουν τη γυναίκα τους, να σφίξουν στα μπράτσα τους γέρους τους και να τους κλείσουν τα μάτια σαν έρθει η ώρα. Δε φτιάχτηκαν για να κομματιάζονται στα βουνά και στις θάλασσες. Κι έπειτα, τούτη η θάλασσα χρόνους ολάκερους δίνει ζωή στον τόπο μας. Τώρα εμείς τη γεμίσαμε θάνατο, νάρκες και πεθαμένα κορμιά…[..] σ.220»

Εικόνες όμορφες, οπτικές, ακουστικές γευστικές και πιο πολύ οσφρητικές πλημμυρίζει η ζωή των γυναικών που μένουν πίσω, της Ερασμίας, αδερφής του Μιλτιάδη αλλά κυρίως της Ελένης…η ζωή της Ελένης, το πρόσωπό της, η θύμησή της είναι ταυτισμένη μ’ ένα άρωμα, μια ευωδιά, εκείνη της λεβάντας…και είναι η δική της σκέψη και αυτό το άρωμα που ως καθάριο οξυγόνο κρατά τον καπετάνιο στη ζωή και τον ενισχύει στην αποπεράτωση της αποστολής του, όπως τότε σε μια άλλη εποχή η σκέψη της Πηνελόπης κρατούσε στη ζωή τον θαλασσοδαρμένο πολύτροπο Οδυσσέα.

Η ίδια η συγγραφέας στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου υποστηρίζει, « …οι Άγριες Θάλασσες είναι μια μυθιστορηματική μαρτυρία…για την ταραγμένη εκείνη εποχή που την Ιστορία την έγραφαν και απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, μέσα από παράτολμες πράξεις και μυστικές, αντιστασιακές οργανώσεις..». Προσωπικά, θα ήθελα να εστιάσω τον προσοχή μου σ’ ένα υποτιμημένο και αδικημένο πρόσωπο, ιστορικό ή αποκύημα μυθοπλασίας το συγκεκριμένο δεν έχει σημασία, καθώς τον ρόλο που αναλαμβάνει να διαδραματίσει πολύ συχνά τον συναντάμε στο διάβα της Ιστορίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Ο λόγος γίνεται για την Ισμήνη. Μια γυναίκα-σύμβολο όλων εκείνων των γυναικών που, ίσως δεν έπλεξαν κάλτσες για τον στρατιώτη, δεν κουβάλησαν πολεμοφόδια στους ώμους τους, ωστόσο ήταν γενναίες και πρόσφεραν πάρα πολλά στην Αντίσταση, λειτουργώντας ως σύνδεσμοι μεταξύ των μελών των μυστικών οργανώσεων αλλά και με όποιον άλλο τρόπο μπορούσαν. Γυναίκες που ο κοινωνικός περίγυρος της εποχής, ο οποίος συνήθως κρίνει κατά τα φαινόμενα, «κατ’ όψιν» και όχι «την δικαίαν κρίσην», τις καταδικάζει ως συνεργάτιδες του εχθρού στην κοινωνική απομόνωση και απόρριψη, σε άλλες περιπτώσεις ίσως και στη διαπόμπευση και στον θάνατο. Η συγγραφέας καταφέρνει με την αντικειμενική και απροκατάληπτη γραφή της να αναδείξει με τρόπο απερίφραστο τη συμβολή τους στον αγώνα εναντίον του κατακτητή.

Το συγκεκριμένο βιβλίο θα μπορούσε κάλλιστα, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά και για την ευκρινή καθάρια διατύπωση, τις ξεκάθαρα διατυπωμένες σκέψεις και την πληθώρα των θεμάτων που φωτίζει (προσφυγιά, πόλεμος, συμμαχικές δυνάμεις, Aντίσταση, έρωτας, χαρές της ζωής και άλλα πολλά) να αποτελέσει ανάγνωσμα στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στα σχολικά βιβλία του Λυκείου και ακόμη καλύτερα σε μια μαθητική Λέσχη Ανάγνωσης.

Στην αυθόρμητη ίσως απορία του αναγνώστη αυτού του κειμένου, τι νόημα έχει να διαβάζουμε ενήλικες και νέα παιδιά μυθιστορήματα με φόντο τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον πιο καταστροφικό και αιματηρό πόλεμο της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους μέχρι τώρα, την απάντηση τη δίνει ο νομπελίστας ποιητής που ήταν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας αυτών των γεγονότων:

«..Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει∙

Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο

μνησιπήμων πόνος.[…]»
Γ. Σεφέρης, Τελευταίος Σταθμός

Και είναι αυτή η μνήμη του πόνου, «μνησιπήμων πόνος», ένα από τα ισχυρότερα εργαλεία του ατόμου και του κοινωνικού συνόλου στην πορεία αυτογνωσίας και στην κατάκτηση της γνώσης. Το ξεκλείδωμα της μνήμης και η δυνατότητα βιώματος των οδυνηρών εμπειριών της ζωής με σεβασμό και ασφάλεια, μέσα από τη διαδικασία της ανάγνωσης ενός μυθιστορήματος και όχι της συμβατικής Ιστορίας, επιτρέπει στο άτομο και την κοινωνία να απελευθερωθεί από τα δεσμά του παρελθόντος και να πορευθεί ελεύθερο μέσα στο παρόν προσβλέποντας με αισιοδοξία στο μέλλον.

Η Τέσυ Μπάιλα με το βιβλίο αυτό έφερε στο φως μνήμες αβίωτες για εμάς αλλά πλέον βιωμένες μέσα από το εξαιρετικό κείμενό της, καταδεικνύοντας για μια ακόμα φορά πως, τελικά, όπως η ίδια αναφέρει παραπέμποντας στον Φερνάντο Πεσσόα, «η λογοτεχνία είναι απόδειξη πως η ζωή δεν είναι αρκετή».

Βιβλιογραφία
Ρόντρικ Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης: Περιμένοντας τον Άγγελο, Βιογραφία, Ωκεανίδα, Αθήνα, 2003.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές από τον Δημήτρη Κώτσο

ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΙΣ ΤΑΝ ΠΟΛΙΝ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ