Ο Διονύσης Μαρίνος γράφει στο fractal για το "Ουίσκι μπλε"

Το μεγάλο σύνορο του Έλληνα
Από σύνορο σε σύνορο – από πόλη σε μια άλλη – από ένα δωμάτιο στο πλησιέστερό του – μα, και από μια σκέψη στην ακόλουθη της, το μόνο της ζωής ταξείδιον φέρει την υπόμνηση μιας περιπέτειας που μπορεί να μην έχει κατάληξη. Το ομηρικό νόστιμον ήμαρ είναι μια δυνητική εκδοχή, δεν είναι η τελική και ούτε απαραίτητα η αρμόζουσα. Η καβαφική ενσάρκωση μιλάει για το ταξίδι και όχι για τον προορισμό, η ιστορική ερμηνεία δηλοί πως οι Έλληνες πάντα φεύγουν για κάπου: για να βρουν το Χρυσόμαλλον δέρας, για να προσυπογράψουν μια Μεγάλη Ιδέα, για να γευτούν τα κλέη μιας μακεδονικής αυτοκρατορίας, αλλά φεύγουν και γιατί η πατρίδα τους αγαπάει αλλά και τους πνίγει, αφού πρώτα τους έχει πληγώσει καίρια. Ή, άλλως πως, όταν τους πνίγει καμώνεται πως τους αγαπάει. Απλοί, καθημερινοί άνθρωποι που έφυγαν και δεν γύρισαν ποτέ. Που έφυγαν πριν καν φύγουν και που δεν έφυγαν ποτέ, αλλά ήταν πάντοτε φευγάτοι.

Ακροθιγώς και δίχως διάθεση να εντρυφήσω στα μύχια του ελληνικού καρυότυπου, ας αναλογιστούμε: ποιος είναι ο πλέον ταιριαστός ιδεότυπος του Έλληνα; Ο εύμορφος και ηρωικός Αχιλλέας; Μα, οι Έλληνες ηρωοποιήθηκαν διά της θυματοποίησης – σπανίως τα ανδραγαθήματά τους ήταν απότοκα της σφύζουσας ρώμης. Να είμαστε σαν τον Αγαμέμνονα; Επιβουλείς, τυρρανικοί, αλαλάζοντες εν μέση οδώ; Ή μήπως ευγενείς, σώφρονες και σοφοί Νέστορες; Όχι, ο Οδυσσέας είναι ότι πιο κοντινό έχουμε ως ιδιοσυστασία. Μονίμως πλάνητες και πλανημένοι. Κατεργάρηδες, αλλά και αναχωρητές. Περιπετειώδης, αλλά και δέσμιοι των αρχέγονων ριζών. Ξέπνοοι, μα και σερνόμενοι από την ανάγκη. Θυμίζω απλώς ότι ο Οδυσσέας μόνο αφού ο Παλαμήδης ακούμπησε μπροστά στο άροτρο του τον νεογέννητο Τηλέμαχο, πέταξε τη μάσκα και φόρεσε την πανοπλία. Έπρεπε να τον φέρουν δηλαδή στο μη παρέκει. Κάπως έτσι είναι η Ελλάδα: πάντα στο μη παρέκει. Πάντα σε μια αναζήτηση ταξιδιού με αβέβαιη κατάληξη – ενίοτε και δίχως καμία κατάληξη.

Το ταξίδι και πάλι θα είναι το μόνο κέρδος.

Τα γράφω όλα αυτά ως πρελούδιο για να συνομιλήσω με εσάς –και. Εντέλει, να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον καθώς θα σκύβουμε πάνω στο μυθιστόρημα της Τέσυς Μπάιλα με τον παράδοξο τίτλο «Ουίσκι μπλε».

Υπάρχει άραγε τέτοιο ποτό; Τι είδους αφιόνι είναι τούτο που ενώ έχει τη σύσταση του ουίσκι φέρει ένα χρώμα αλλότροπο; Για τους ναυτικούς η θάλασσα έχει αυτή τη μεθυστική χάρη του αλκοόλ που καλόβολα σου λιανίζει τα σωθικά – ακόμη και όταν είναι θυμωμένη. Το παράδειγμα δεν είναι τυχαίο: στο μυθιστόρημα η θάλασσα λαμβάνει το χαρακτήρα συμβόλου – είναι αυτή που δίνει το χρίσμα στους εκλεκτούς, που τους χαράσσει το ανεξίτηλο σημάδι του φευγιού, που τους καλεί κοντά της αποστερώντας τους τον εύτακτο βίο στο στέρεο έδαφος. Για τους ναυτικούς, πάλι, πιο στέρεο μέρος από τη θάλασσα δεν υπάρχει.

Ας μου επιτραπεί μια προσωπική παρέκβαση, συναφής κατά ένα τρόπο με το βιβλίο: είχα ένα θείο ναυτικό – πρώτο μηχανικό σε γκαζάδικα – χρόνια πολλά φυλαγμένα μέσα στην αρμύρα και στη μαυρίλα των μηχανών. Όταν επέστρεφε μετά από μήνες ταξιδιών δεν το άντεχε «Ζαλίζομαι όταν περπατάω» μας έλεγε. Και όντως, ζαλιζόταν – η στεριά είναι άγκυρα και η θάλασσα τις άγκυρες δεν τις αγαπάει κι ας τις φιλοξενεί για λίγο.

Όμως, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με μια ναυτική ιστορία από τις πολλές ένδοξες που διαθέτουμε στη λογοτεχνική κληρονομιά μας. Είναι ένα βιβλίο πορείας – για να το πω αλλιώς, έχει τα δικά του φώτα πορείας που άλλοτε είναι κυαροσκούρα ακολουθώντας τη ψυχολογική κατάσταση των ηρώων και άλλοτε ήρεμα και κατευναστικά. Θα μπορούσε να είναι μια ταινία δρόμου, μόνο που δεν θα ακολουθούσε τη μηχανιστική πορεία από ένα μέρος σε κάποιο άλλο και πέραν τούτο θα απέμενε να δούμε την αυλαία να πέφτει. Η πορεία των ηρώων της Μπάιλα απλώνονται σε χρόνο και τόπο – οι διαβαθμίσεις του ταξιδιού ποικίλουν, ανάλογα με τα πείσματα της μοίρας ή της δικής τους κυματιστής φρενίτιδας. Ο κεντρικός ήρωας, ο Μιχάλης είναι ο κλασικός πλάνης και πλανημένος από τη ζωή και την ειμαρμένη. Ακόμη και όταν βρίσκει μετά από πολλά τη δική του Πηνελόπη, μέσα του το σαράκι του φευγιού του κατατρώει κάθε ικμάδα ευχαρίστησης και συμβατικότητας. Βρίσκεται πάντα και μονίμως σε μια κατάσταση αδιατάρακτης ενεργητικότητας να αποσυρθεί από τον έναν τόπο για να μεταβεί σε έναν άλλον. Στην πραγματικότητα, όμως, το πιο σημαντικό ταξίδι που κάνει είναι το εσωτερικό – δεν πρόκειται για αναψυχή, αλλά για αναβρασμό και για φορτίο μοίρας.

Από το Πορτ Σάιντ στον Πειραιά, τη Σαντορίνη, το Βέλγιο, τη Νέα Υόρκη και πάλι πίσω. Πού ακριβώς πίσω, όμως; Στις απαρχές του εαυτού, θα έλεγε κανείς. Στο λίκνο του ενστίκτου για φυγή. Στο ευμετάβολο της διάθεσης και στην άφωνη αγάπη για μια περιπέτεια πολυσήμαντη. Οι τόποι της Μπάιλα, καίτοι αρκετές φορές ενδύονται με ζεστά χρώματα, θησαυρούς μνήμης και μυρωδιές νοσταλγίας δεν φέρουν το όποιο κοσμοπολίτικο βάρος διαθέτουν. Δεν είναι όμως και μονοσήμαντοι τόποι μαρτυρίου και πόνου. Ακόμη και το γκριζωπό και ατσάλινο Βέλγιο, εκεί όπου ο ήρωας πηγαίνει να δουλέψει ως ανθρακωρύχος, μέσα από την αχλύ μια θωπευτικής γυναίκας, μπορεί να μην μετατρέπεται σε παραδεισένιος τόπος, πώς θα μπορούσε άλλωστε, τουλάχιστον όμως γίνεται κατάτι πιο υποφερτός μέσα στο βάσανό που τον πνίγει. Παρεμπιπτόντως, οι σελίδες που αναφέρονται στο Βέλγιο, φέρνουν έντονα στο νου το Διπλό Βιβλίο του Δημήτρη Χατζή – αυτή την έξοχη αναπαράσταση ενός ξένου τόπου για ανθρώπους ξένους και ξενιτεμένους.

Το μυθιστόρημα δεν είναι η ζωή του Μιχάλη – δεν είναι μόνο αυτό, για να είμαι ακριβής. Η ζωή του φυσικά είναι αρκούντως περιπετειώδης, έχει εκείνα τα τραγικά γυρίσματα που την κάνουν κοφτή, σωματικά απτή και απερίφραστη ως προς τη σκοτεινή γοητεία της. Όμως η καταστατική αρχή της Μπάιλα φαίνεται να μην είναι η μερική θέαση μιας μόνο ιστορίας, αλλά η καλειδοσκοπική ματιά στους ανθρώπους της πατρίδας που ήρθαν και έφυγαν ή ποτέ δεν γύρισαν στη βάση τους. Όλες οι παράλληλες, εμβόλιμες, εγκιβωτισμένες ιστορίες που παρατίθενται στο μυθιστόρημα άλλοτε έχουν χαλαρή σχέση με την κεντρική και άλλοτε έχουν οργανική σημασία για την ανέλιξή τους. Για να παραμείνουμε στην ομηρική πτυχή, είναι ενδιάμεσα έπη εν συνόψει. Κουβαλούν ένα δικό τους βάρος, αλλά όλα μαζί –αν συναχθούν σε ένα άλλο σώμα μέσα στο κεντρικό του βιβλίου, θα μπορούσαν να αποτελέσουν το έναυσμα για τη δημιουργία πολλών άλλων μυθιστορημάτων. Άρα το καλειδοσκόπιο πετυχαίνει το σκοπό του και το εύρημα των παράπλευρων σημάνσεων, παύει να είναι συγγραφική ενέργεια, αλλά αποκτά οργανική σχέση με την δεσπόζουσα ιστορία.

Ανέφερα προηγουμένως την περίπτωση του Δημήτρη Χατζή. Τώρα για την έξοδο του Μιχάλη προς τη Νέα Υόρκη μου έρχεται στο νου το έξοχο βιβλίο του Θανάση Βαλτινού «Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη» όπου ο ομώνυμος ήρωας, ένας φτωχός Πελοποννήσιος των αρχών του 20αιώνα θέλει παντί τρόπω να φτάσει στις ΗΠΑ είτε με νόμιμο, είτε με παράνομο τρόπο.

Μα, και η αδυσώπητη ζωή στον Πειραιά της δεκαετίας του 50 και του ‘60 με τη σκληρή και γραφική Τρούμπα, δεν φέρνει στο νου ανάλογες ταινίες της εποχής ή ήχους από βαριά λαϊκά και ρεμπέτικα; Όπως και το μινύρισμα στο Πορτ Σάιντ, σαν ένα τελετουργικό κάλεσμα, δεν έχει κάτι από Καβάφη και Τσίρκα; Δεν ξέρω αν αυτή η περιφερειακή διακειμενικότητα ήταν απόφαση της Μπάιλα, πάντως υπάρχει και επειδή ακριβώς δεν φαίνεται να βρίσκεται στον κεντρικό πυρήνα της σκέψης της, υποφώσκει με έναν διεγερτικό τόνο – είναι σαν μια ψύχραιμη λογοτεχνική συνδήλωση.

Το ερωτικό στοιχείο, εκτίθεται σε όλες τις εκφάνσεις του. Από τη θωπεία στην απαγόρευσή της. Από την τεταμένη έλξη στην οργιαστική άπωση. Από την ντροπή στην πλησμονή. Από τη βιαιότητα ενός βιασμού έως τον λατρευτικό θρίαμβο της αγάπης και τέλος στην αγοραία εκδοχή της πορνείας. Η Μπάιλα δεν παίζει με τα σώματα – δεν τα χρησιμοποιεί ως στατικά σύμβολα, αλλά τα αφήνει να μιλήσουν μόνα τους για τα τραύματα και τα πάθη της. Γενικώς, οι παρεμβάσεις της στην ιστορία είναι μετρημένες και αρκούντως αποστασιοποιημένες. Ούτως ή άλλως οι ήρωές της έχουν δική τους φωνή και έχουν τόσα πολλά να διηγηθούν που δεν χρειάζονται οι συγγραφικές υποσημειώσεις για να αποκτήσει η ζωής τους τη χροιά της λογοτεχνικής πραγματικότητας.

Προς επίρρωση των ανωτέρων, είναι η κατακλυσμιαία εμφάνιση της Εριέττας στη ζωή του Μιχάλη. Η συμβατική εκδοχή θα ήταν να αποτελέσει το κύκνειο άσμα της αναζήτησής του – η Ιθάκη που όλα τα καθαγιάζει, μα και όλα τα καθιζάνει. Αυτή θα ήταν μια παρέμβαση, λογικώ τω τρόπω, από τη μεριά του συγγραφέα παντεπόπτη που θέλει να ελέγχει πλήρως το υλικό του. Κι όμως, οι ήρωες αυτονομούνται, οι δράσεις επιβάλλονται στις συγγραφικές σκέψεις και τους σκοπούς και ακολουθούν, ακόμη και σε αυτή την καθοριστική, μεταιχμιακή στιγμή, τη δική τους μοίρα. Διότι η ζωή του μυθιστορήματος από τη ζωή των ηρώων καθορίζεται κι όχι από τη λεκτική μετατόπιση του συγγραφέα – αλλιώς είναι μίμηση μιας πράξης που στην καθημερινότητα μοιάζει προφανής, αλλά στη λογοτεχνία αποδεικνύεται εντελώς ασύμβατη.

Ο τόπος είναι οι άνθρωποί του και το αντίστροφο και η Ιστορία στην πραγματικότητα δεν γράφεται στις μεγάλες τις κορυφώσεις, αλλά στις μικρές καθημερινές ιστορίες που αν όλες μαζί συναχθούν, μπορούν να αποτελέσουν τη ζωντανή μνήμη ενός έθνους. Ως μια τέτοια πτυχή μπορεί κανείς να διαβάσει το «Ουίσκι Μπλε». Μακροσκοπικά φέρνει όλους τους ήχους και τις μνήμες ενός δύσκολου παρελθόντος – μιας χώρας που χρειάζεται μονίμως να πάρει μια κλειστή στροφή. Αν, όμως, παρατηρήσει κανείς τις λεπτομέρειες και τα περιγράμματα θα δει τους ανώνυμους καθημερινούς μόχθους. Τις μικροϊστορίες που μπορεί να μην κατάφεραν να αλλάξουν τη ροή της μεγάλης Ιστορίας, όμως την επηρέασαν σε σημαντικά βαθμό, έστω και εν αγνοία τους. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές μανάδες σαν την Βιργινία. Υπάρχουν πολλοί Μιχάληδες που κάτι αναζήτησαν στη ζωή τους και είτε το βρήκαν στη στεριά, είτε στη θάλασσα – ή, τελικά, να μην το βρήκαν πουθενά. Κι αν η μέθη είναι ένα συναίσθημα ανακουφιστικό, ευτυχές και ουσιαστικό καθώς κατευνάζει τον πόνο, εντούτοις η ρίζα του πόνου παραμένει βαθιά και αναπτύσσεται και φτιάχνει γυναίκες σαν την Εριέττα και άνδρες σαν τον Αρτέμη που για αλλού ξεκίνησαν κι αλλού η ζωή τους πήγε.

Έχει λοιπόν αξία το ταξίδι και η αναζήτηση; Είναι ο Μιχάλης – Οδυσσέας το ανειρήνευτο εγώ μας; Θα έλεγα μετά λόγου γνώσεως: ναι. Ισχύουν και τα δύο. Δίχως ταξίδι δεν υπάρχει Οδυσσέας και δίχως το πάθος/άχθος της αναζήτησης ποτέ δεν θα φανεί στο βάθος του ορίζοντα η Ιθάκη. Ακόμη και αν αυτή είναι ένα ψέμα και στα αλήθεια δεν υπάρχει, αν ο ταξιδιώτης το πιστέψει, αυτή θα είναι εκεί και θα τον περιμένει. Κι ας μην του μέλλει ποτέ να φτάσει…

http://fractalart.gr/ouisky-mple/


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές από τον Δημήτρη Κώτσο

ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΙΣ ΤΑΝ ΠΟΛΙΝ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ