Η μελαγχολία των πέτρινων ματιών


 Μια ανάγκη να βιώσει κανείς την αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στην εικονιστική παράσταση της μελαγχολίας, όπως αυτή εξιστορήθηκε στα αττικά επιτύμβια της κλασικής Αθήνας και σ’ αυτό που τελικά εκφράζουν τα επιτύμβια αυτά στάθηκε η αφορμή για μια μελέτη πάνω στη γοητεία των αιώνιων ματιών, όπως τα φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης της εποχής.

Τα αττικά επιτύμβια με τη διαφάνεια του θανάτου αποτυπωμένη στη προσφερόμενη μαρμάρινη επιφάνεια αποτελούν από μόνα τους τον καλύτερο σχεδιασμό σε μια μελέτη για τη μελαγχολία του θανάτου. Πρόκειται για τα γλυπτά που υμνούν τη ζωή και τη δύναμή της με χαραγμένη τη θλίψη επάνω στην πέτρα. Ο σύγχρονος θεατής των επιτύμβιων αυτών θαμπώνεται κυριολεκτικά από τα πετρωμένα βλέμματα των απεικονιζόμενων μορφών, μια θλίψη που ακινητεί πάνω στις μαρμάρινες μορφές, τόσο αυτών που χάθηκαν όσο και αυτών που τους συνοδεύουν στον τελικό αποχαιρετισμό.
Ο χρόνος άδηλος λίγο πριν το τελικό ταξίδι, παραμένει ασήμαντος και γι’ αυτό το λόγο δεν εντοπίζεται στα επιτύμβια αυτά.  Άλλωστε αυτό που μετρά είναι η έκφραση της νεκρικής σιγής, μιας σιγής που φλυαρεί ερωτικά σχεδόν στα ωκεάνια μάτια των μορφών. Της σιγής που επικρατεί λίγο πριν αποχωριστεί η ψυχή το σώμα. Και οι νεκρικές μορφές νεανικές, γεμάτες σφρίγος, αποχαιρετούν τον επίγειο θόρυβο για να ενδυθούν τη βεβαιότητα της απώλειας και αυτό που συγκλονίζει δεν μπορεί να είναι άλλο από το υπεραισθητικό βίωμα των μελαγχολικών βλεμμάτων που έχουν οι μορφές αυτές την ώρα που ουσιαστικά ο έρωτας για τη ζωή βίαια και αναπόδραστα σταματά.

Μια νέα γυναίκα που ανοίγει την πολύτιμη κοσμηματοθήκη της, ένα παιδί που χαιρετά τη νεκρή μητέρα του, αποχαιρετώντας ταυτόχρονα τη βεβαιότητα της μητρικής αγκαλιάς, μια νεαρή που φροντίζει περίτεχνα τα μαλλιά της λίγο πριν αποχαιρετήσει για πάντα τη θεραπαινίδα της, ένας νέος που αποχωρεί, μια κόρη που κρατά στη χούφτα της ένα πουλί. Άνθρωποι που αναχωρούν από τη ζωή με μια λύπη για ό,τι πολύτιμο αφήνουν πίσω τους και ξέρουν πως δεν θα το ξαναδούν. Βλέμματα στραμμένα ερωτικά προς το φως της χαμένης ζωής, βλέμματα στοργικά που συγχωρούν, αγαπούν, που ακινητούν επάνω στους αγαπημένους τους, που χαϊδεύουν νοσταλγικά το μέλλον που δεν θα αντικρίσουν, βλέμματα που σαν λυγμός υψώνουν το τελευταίο αντίο λίγο πριν το μεγάλο άλμα προς το άγνωστο.
Τα πρόσωπα κοιτούν με την ανεκδοτολογική προβολή της ματαιοδοξίας και  την ανάγκη να υπάρξουν στην αιωνιότητα αποτυπωμένη στα μεγάλα θλιμμένα μάτια τους. Κανένας φόβος δεν τα σκιάζει. Απλώς ελκύουν την ανθρώπινη ευαισθησία στην οριστική απώλεια πριν τη μεγάλη αναχώρηση. Το βλέμμα, οι πτυχώσεις των ιωνικών χιτώνων που τα πρόσωπα φορούν, τα υγρά ενδύματα του Καλλίμαχου, το περίτεχνο χτένισμα, όλα συγκλίνουν ώστε να εξαναγκασθεί η σκέψη να στραφεί προς την αναμέτρηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με το βιωμένο παράπονο της απώλειας. Η τέχνη στην κορυφαία της στιγμή λειτουργεί ως ο φορέας εκείνων των αξιών που διδάσκουν την οπτική μιας ολόκληρης κοινωνίας απέναντι στο οριστικό αποχαιρετισμό μιας τόσο σημαντικής δωρεάς όπως είναι η ζωή.

Αν κάθε πολιτισμός χαρακτηρίζεται από τον τρόπο που κατορθώνει να διαχειρίζεται την έννοια του θανάτου τότε η ελπίδα ότι τίποτε δεν θα χαθεί και ότι όλα αίρονται για να βρεθούν ξανά στην απέναντι ακτή, είναι ο τρόπος του αρχαίου ελληνικού κόσμου και η αξιοπρέπεια η έκδηλη στα μελαγχολικά αυτά μάτια είναι ο χαρακτηριστικός παράγοντας διαμόρφωσης του κλασικού ήθους.
Τα μάτια αυτών των μορφών αυτό ακριβώς κάνουν. Ερωτοτροπούν με αξιοπρέπεια στο ορφικό μεταίχμιο του θανάτου για να καταδείξουν ότι η φωνή της θλίψης είναι πάντοτε η ίδια, αλλάζει μόνο ο τρόπος που αυτή εκφέρεται και ο τρόπος αυτός είναι πάντοτε ανάλογος με τον βαθμό καλλιέργειας και συνείδησης στον οποίο έχει φτάσει η κοινωνία μιας εποχής.

«Η ελευθερία είναι ένα ευπαθές άνθος που ευδοκιμεί κατ’ εξοχήν μέσα στη θλίψη», έγραφε ο Τεριάντ.  Οι μορφές των αττικών επιτύμβιων διέπονται από  τη συνείδηση μιας ελευθερίας αδιαπραγμάτευτης αλλά και από μια άφατη ευγένεια, την ευγένεια του επικείμενου αφανισμού που πλησιάζει κι έτσι το ήθος, απόρροια της κοινωνικής ηθικής που η κλασική εποχή έχει επιβάλλει, προσδιορίζει το βλέμμα τους.
Σύμφωνα με τον Μαρσέλ Πρεβό «Ο έρωτας είναι η απόλυτη ένωση ψυχής και σώματος. Αν χωρίσεις το σώμα απ' την ψυχή, κάνεις κάτι που μοιάζει με το θάνατο». Στα αττικά επιτύμβια η αφήγηση στέκεται στο σημείο εκείνο που η ψυχή περνά σε ένα νέο, άγνωστο μονοπάτι και το τέλος γίνεται εκείνο το απροσδιόριστο και ρευστό συναίσθημα στο οποίο στρέφεται το βλέμμα λίγο πριν μπει στο υπερβατικό μονοπάτι της απώλειας. Ο αλγεινός καθαρμός της μελαγχολίας εστιάζεται στα μεγάλα θλιμμένα μάτια, στα συμπονετικά μάτια αυτών που μένουν πίσω, στην εννοιακή μεταμόρφωση των προσώπων που αποχωρίζονται για πάντα. Ο πόνος υπαγορεύει τη συμπεριφορά αυτών που φεύγουν και τη σκέψη όσων μένουν πίσω κι η θλιβερή ομορφιά της αναπόλησης της χαμένης ζωής στάζει κυριολεκτικά από τα πέτρινα μάτια που ετοιμάζονται να περάσουν στην αντικρινή πλευρά της ζωής, εκεί που υπάρχει «ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα»[1].

Είναι αλήθεια ότι, η νεκρική ακαμψία χαρακτηρίζει τη μνημειακή απεικόνιση του αποχαιρετισμού και ο καλλιτέχνης των αττικών επιτύμβιων κατάφερε να αποτυπώσει έναν απροσδιόριστο ίλιγγο γοητείας στα μάτια που λυπημένα κοιτάζουν κατάματα το θάνατο. Πρόκειται ωστόσο για την γοητεία των αιώνιων ματιών και την υπέρβαση της αυτοπαράδοσης στο απροσδόκητο τέλος που μετουσιώνουν όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη διεισδυτικότητα της μεταφυσικής υπόστασης στην τέχνη και πιστοποιούν τελικά την κλασική της ποιότητα.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στο www.thinkfree.gr







[1] Ο. Ελύτη, Τα ελεγεία της Οξώπετρας, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2006.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές από τον Δημήτρη Κώτσο

ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΙΣ ΤΑΝ ΠΟΛΙΝ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ