Μιλώντας για τα παραμύθια


Μιλώντας για παραμύθι θα πρέπει αναμφίβολα να προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο Παραμύθι. Ένα αυτονόητο ερώτημα που προέκυψε όταν τον 19ο αιώνα άρχισε η καταγραφή των παραμυθιών από τους αδελφούς Γκριμ ήταν πώς προήλθαν τα παραμύθια. Πώς γεννήθηκαν. Ποια είναι τα γενεσιουργά αίτια των παραμυθιών και κατ’ επέκταση, πώς διαδόθηκαν, ποιες λειτουργίες εξυπηρετούσαν και ποια χαρακτηριστικά έχουν τα οποία διαφαίνονται μέσα στους συμβολισμούς τους.
Ο τεράστιος όγκος του υλικού που έχουμε από παραμύθια έχει ταξινομηθεί και είναι ενδεικτικός των θεωριών που αναπτύχθηκαν για τη γένεσή του είδους. Ωστόσο αυτό που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι αρχικά το παραμύθι υπήρξε ένα προφορικό είδος που καλλιεργήθηκε από απλούς ανθρώπους όταν αυτοί προσπάθησαν να εκφράσουν τόσο την κοινωνική τους θέση όσο και τη σχέση τους με τη φύση, τις επιθυμίες τους, τις αντιλήψεις τους. Και καθώς τα παραμύθια διαμορφώνονταν από κοινωνία σε κοινωνία, ανάλογα με τις αντιλήψεις που επικρατούσαν, τα παραμύθια έγιναν μέρος της παράδοσης και η διάδοσή τους πολύ σημαντική.
Σταδιακά το παραμύθι από την προφορική παράδοση πέρασε στην έντυπη μορφή, αλλάζοντας σημαντικά. Το παραμύθι έγινε εικόνα, λόγος καταγεγραμμένος και βέβαια προστέθηκε στη λειτουργία του μια σημαντική παράμετρος όπως είναι η διαπαιδαγώγηση. Εκτός από ψυχαγωγία το παραμύθι έγινε φορέας αξιών και μέσο διαπαιδαγώγησης και εμπλουτίστηκε.
Το παραμύθι ακολουθεί τρεις γενικές αρχές όσον αφορά τον τόπο, το χρόνο και τα πρόσωπα. Στο πλαίσιο αυτό, ο χρόνος του παραμυθιού είναι αόριστος («µια φορά κ’ έναν καιρό»), όπως εξίσου αόριστος είναι και ο τόπος του παραμυθιού (σε κάποια μακρινή χώρα). Ένα ακόμη κοινό γνώρισµα των παραµυθιών είναι η αρχή της ανωνυμίας των προσώπων (π.χ. ένας βασιλιάς, µια κακιά μητριά, μια κακιά μάγισσα), καθώς δεν ενδιαφέρουν τόσο τα ονόματα των ηρώων όσο οι ιδιότητές που έχουν οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες τους.
Επίσης ένα παραμύθι ξεκινά πάντα με μια ήρεμη εισαγωγή, προχωράει στη δράση και τελειώνει πάντα με έναν ήρεμο τρόπο, αφήνοντας ένα συναίσθημα πληρότητας και σταθερότητας.


Ένα στοιχείο αφηγηματικής τεχνικής του παραμυθιού είναι οι συχνές επαναλήψεις, οι οποίες γίνονται για να υπάρξει ένταση στην πλοκή της ιστορίας.

Επιπρόσθετα, ενώ ο κόσμος στα περισσότερα παραμύθια είναι ενιαίος και
μονοδιάστατος, το φυσικό και το υπερφυσικό στοιχείο συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν (π.χ. ζώα µιλούν, νεκροί επανέρχονται στη ζωή, υπάρχουν υπερφυσικά όντα). Τα στοιχεία της φύσης παίρνουν ανθρώπινη μορφή, προσωποποιούνται, άλλοτε πάλι αποκτούν μαγικές ιδιότητες πάντα όμως βοηθούν την αφηγηματική δράση. Κοινό γνώρισμα των παραμυθιών είναι ότι τα παραµυθιακά πρόσωπα είναι συνήθως αβαθείς ήρωες, χωρίς αισθήματα, η εικόνα τους είναι επιφανειακή και δεν διαθέτουν εσωτερικό κόσμο. O ήρωας που είναι ο πιο αδύναμος στο τέλος αποδεικνύεται ότι είναι ο καλύτερος. Ακόμη, το παραμύθι χαρακτηρίζεται από αφηρημένο ύφος, λιτότητα περιγραφών, υπερβολή, αλληλουχία γεγονότων.

Το παραμύθι δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστο από το κοινωνικό, ιστορικό και φυσικό περιβάλλον της κοινότητας που το υποδέχεται. Ως ένα ζωντανό σώμα προσαρμόζεται στις συνθήκες και παίρνει τοπικά χαρακτηριστικά καθώς η γλώσσα, η παράδοση και ο γεωγραφικός προσδιορισμός είναι τρεις θεμελιώδεις παράγοντες για τη διαμόρφωση του παραμυθιού.

Αντίστοιχα το ελληνικό παραμύθι παρουσιάζει τις τοπικές διαφοροποιήσεις κι έτσι παρατηρούνται γλωσσικά δάνεια από άλλες γλώσσες όπως είναι η τουρκική, η ιταλική και η σέρβικη γλώσσα. Επίσης γίνεται χρήση παροιμιών, ιδιωματισμών και είναι αναμφίβολο ότι η γλώσσα και το ύφος διαμορφώνουν έναν τοπικό χαρακτήρα στο ελληνικό παραμύθι. Η θεματογραφία στην οποία τοποθετείται το παραμύθι αντλεί τα θέματά της από τις παραδόσεις κυρίως και τη σφαίρα του φανταστικού. Μέσα από τα θεματικά μοτίβα του διαγράφονται ολοζώντανες οι παραδόσεις αλλά συχνά και η ιστορική πορεία του τόπου. Επίσης είναι σημαντικό να δούμε πώς επηρεάζεται η ιστορία από το κλίμα που επικρατεί σε έναν τόπο. Στο ελληνικό παραμύθι για παράδειγμα δεν υπάρχει το σκοτεινό δάσος της Ευρώπης αλλά οι ρεματιές και οι ραχούλες. Ο λαός εμφανίζεται έξυπνος και καταφερτζής αλλά καλοσυνάτος και πράος.
Εϊναι εξίσου σημαντικό να μιλήσουμε για τους ανθρώπους που έπαιξαν πολύ μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση και διάδοση των παραμυθιών και δεν είναι άλλοι από τους αφηγητές τους. Τους λεγόμενους παραμυθάδες. Ο παραμυθάς είναι αυτός που διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την ατμόσφαιρα της αφήγησης. Με λιτές λέξεις και χρησιμοποιώντας επαναλήψεις τονίζει την ιστορία, κάνοντάς τη προσιτή. Για παράδειγμα όταν λέει: «Ξεκίνησε ένα βασιλόπουλο και πήγαινε και πήγαινε και πήγαινε, μέχρι που βρέθηκε σε μια μακρινή χώρα τονίζει την απόσταση με την επανάληψη μιας λέξης, της λέξης πήγαινε. Με χειρονομίες, γκριμάτσες, μιμήσεις φωνών, γέλια ή κλάματα και τονίζοντας χαρακτηριστικά τη φωνή του ανάλογα σε τι θέλει να δώσει έμφαση ο παραμυθάς παρασταίνει το παραμύθι και συχνά καλεί σε δράση τα παιδιά έτσι ώστε να το ζωντανέψει. Καλεί το ακροατήριο του σε συμμετοχή, σε μια επικοινωνία δηλαδή όχι μόνο μαζί του αλλά κυρίως με την ιστορία που αφηγείται και παράλληλα μεταφέρει από γενιά σε γενιά τους λαϊκούς μύθους.
Το παραμύθι κάθε εποχής αποτελεί έναν ζωντανό οργανισμό που ζει, ανανεώνεται στην πάροδο του χρόνου και ουσιαστικά λειτουργεί ως ένα εκπαιδευτικό μέσο που ταυτόχρονα δίνει χαρά στον αναγνώστη του έχει μια τεράστια δύναμη. Ενεργοποιεί τη φαντασία του παιδιού και κινεί μια διαδικασία συνομιλίας και συχνά λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στο παλιό λαϊκό παραμύθι, το γεμάτο θρύλους, μύθους και παραδόσεις που σιγά-σιγά χάθηκε με την πάροδο του χρόνου και την ραγδαία εξέλιξη της εποχής και τον σύγχρονο αναγνώστη που έχει την ανάγκη να τραφεί πνευματικά και να αγαπήσει εκ νέου το βιβλίο τώρα που περισσότερο από ποτέ η έτοιμη εικόνα και η ταχύτητα της εναλλαγής της έχει πλημμυρίσει την εποχή μας.
 
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο www.thinkfree.gr

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές από τον Δημήτρη Κώτσο

ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΙΣ ΤΑΝ ΠΟΛΙΝ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ