ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ/ΠΕΡΙΚΛΗ ΓΡΙΒΑ



ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ, το πρώτο μυθιστόρημα του Περικλή Γρίβα αποτελεί μια προσωπική κατάθεση ψυχής αλλά ταυτόχρονα είναι κι ένα βιβλίο που έρχεται να θυμίσει στους παλιότερους και να μάθει στους νεότερους αναγνώστες, πόσο δύσκολες στιγμές πέρασε αυτός ο τόπος.

Το μυθιστόρημα αυτό είναι γραμμένο από έναν ευαίσθητο συγγραφέα, που φιλοδοξεί να καταδείξει ταυτόχρονα τη φρίκη που μπορεί να κρύβεται μέσα στον άνθρωπο αλλά και τη δύναμη που χρειάζεται, για να επιβιώσει μέσα στη δίνη μιας καταστροφικής εποχής. Ο συγγραφέας φαίνεται να συγκλονίζεται από τη δίνη της εποχής του εμφυλίου και μας καταθέτει από ψυχής ένα κείμενο που στοχεύει να δονήσει τις κοιμισμένες ευαισθησίες μας, καθώς οι ήρωες του μάχονται να σωθούν απ’ τον κατακλυσμό μιας σκληρής εποχής.

Όσοι γνωρίζουν καλά τον Περικλή Γρίβα ξέρουν ότι ο συγγραφέας τρέφει μια ιδιαίτερη αγάπη για τον τόπο καταγωγής του, την ορεινή Κανδήλα Αιτωλοακαρνανίας, δεν θα μπορούσε λοιπόν να μην τοποθετήσει το πρώτο του βιβλίο στην περιοχή αυτή, που έτσι κι αλλιώς σημαδεύτηκε από την ιστορία. Σημαντικό είναι όμως να σταθεί κανείς στην τεράστια βιβλιογραφία που ο συγγραφέας μελέτησε, κάνοντας έρευνα ετών, προκειμένου να καταπιαστεί με ένα θέμα που ταλάνισε την ελληνική, πραγματικότητα, σε μια ιστορική περίοδο, τα αποτελέσματα της οποίας σφράγισαν τη χώρα μας και σηματοδότησαν την μεταπολεμική της τύχη. Μια βιβλιογραφία, που αν και δεν είναι ορατή στον αναγνώστη, λειτουργεί ως ο αρχιτεκτονικός ιστός του έργου και αξίζει να τη δει κανείς στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, για να καταλάβει ότι το βιβλίο αυτό είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς εκ μέρους του συγγραφέα. Ο συγγραφέας φωτίζει μια σελίδα στην Ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας, ποτισμένης στο αίμα, που δίχασε οικογένειες, αδέλφια, τόπους, ελπίδες κι άφησε πίσω της έναν τραγικό απολογισμό. Ο εμφύλιος και τα δεινά του, ο αλληλοσπαραγμός, οι παράπλευρες απώλειες στη ζωή των ανθρώπων, ο διχασμός, τα σκοτεινά χρόνια, τα πέτρινα χρόνια, τα αιματηρά, τα αδυσώπητα. Χρόνια απέλπιδα, ερεβώδη, χρόνια της αντίπερα όχθης, του πλιάτσικου και του λυγμού, χρόνια του πόνου. Χρόνια της Ντροπής!

«Γιατί, Παναγία μου, αυτό το κακό; Τι στα κομμάτια θέλουν πάλι οι μεγάλοι και μας έβαλαν να φαγωθούμε; Αλλά εμείς δεν είμαστε λαός! Όταν ο κίνδυνος από τους κατακτητές ήταν μεγάλος, παλέψαμε σαν μια γροθιά. Έδωσες κι έφυγαν, βγάνουμε τα μάτια μας μόνοι μας! Τι κατάρα έχει ο τόπος μας, Θεέ μου;», σημειώνει στις σελίδες του ο Περικλής Γρίβας.

Και είναι αυτή ακριβώς η κατάρα που τσακίζει τη ζωή των ηρώων του βιβλίου του και καθιστά τον συγγραφέα μάρτυρα μιας σκληρής περιόδου, υπαγορεύοντας του να καταγράψει το μεσαιωνισμό που «τύφλωσε» τους ανθρώπους εκείνη τη σκοτεινή ιστορική στιγμή!
Ο ένας Έλληνας εναντίον του άλλου! γράφει κι η φράση αυτή γίνεται η επιτομή της ιστορίας του. Ο ένας αδελφός εναντίον του άλλο, για να γίνει τελικά ο ένας εαυτός εναντίον του άλλου, του κρυμμένου βαθιά που θα χρειαστεί να περάσει καιρός για να μπορέσει να έρθει στο φως και να διεκδικήσει πίσω τη ζωή του. Αυτή η φράση ωστόσο γίνεται το κλειδί για την αποκωδικοποίηση του βιβλίου του Περικλή Γρίβα. Μια φράση που τον έχει κυριολεκτικά σημαδέψει και γίνεται η κινητήριος δύναμη που θα πυροδοτήσει μια σειρά αντιθέσεων και ανατροπών μέσα στο βιβλίο του.
Η φωτιά του εμφυλίου, των χρόνων που η σύγχρονη ελληνική ιστορία θα θυμάται πάντα με ντροπή, θα κάψει τα πάντα στο πέρασμά της και θα αφήσει πίσω της, όχι μόνο μια αβυσσαλέα καταστροφή, αλλά των εξαγνισμό των πραγμάτων. Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου θα ξαναγεννηθούν μέσα από τις στάχτες της, καταδικασμένοι να φέρουν για πάντα στην ψυχή τους όμως τα σημάδια της, με τη βαριά συναίσθηση, ότι επέζησαν μιας καταιγίδας.

Ο συγγραφέας γνωρίζει καλά πόσο βαριά είναι η ευθύνη του και προσεγγίζει τα γεγονότα, κρατώντας ίσες αποστάσεις, με τον απόλυτο σεβασμό και τη συγκρότηση που αυτά απαιτούν. Το μυθιστόρημα, γραμμένο με την ευαισθησία και την τρυφερότητα ενός νέου δημιουργού καταθέτει ακόμη μια αλήθεια που μπορεί να συνοψιστεί σε μια και μόνη φράση:

«ήξερε καλά πως η ψυχή απλά κοιμάται. Αν κάτι την αγγίξει, ξυπνάει και θυμάται. Κι όταν γυρίζει η θύμηση, ξυπνάει το φταίξιμο. Φταίει όποιος θυμάται. Πόσω μάλλον αν η ψυχή δεν ξυπνήσει από άγγιγμα μνήμης αλλά από κόψη ξυραφιού».

Μια κόψη ξυραφιού το βιβλίο του εξελίσσεται μέσα από ανατροπές που κυριολεκτικά καθηλώνουν κι η φωτογραφική τους περιγραφή δοκιμάζει τον αναγνώστη, καθώς τον υποβάλλει στην μυσταγωγική εξέλιξη της ιστορίας και τον αναγκάζει να βιώσει την αγωνία, συμπάσχοντας μαζί με τους ήρωες.
Χαρακτηριστική είναι η γλώσσα που ο συγγραφέας διαλέγει να χρησιμοποιήσει, για να αγγίξει τη μνήμη. Οι λέξεις διαλέγονται με μαεστρία, με ακρίβεια και γίνονται η γενετική μήτρα των εκφραστικών συμβόλων που συναρμολογεί ο συγγραφέας, προκειμένου να πραγματοποιήσει την υπάρχουσα ιδέα. Άλλοτε με την απαραίτητη τρυφερότητα κι άλλοτε με σκληρές σαϊτιές που σκίζουν σαν ξυράφι το χαρτί και διαπερνούν την ψυχή του αναγνώστη. Πάντα όμως με δεδομένο ότι οι λέξεις εξυπηρετούν το σκοπό τους, όταν εισχωρούν στο μυαλό, αφού πρώτα έχουν βουτήξει την αιχμηρή τους κόψη, στη νοσταλγία της προαιώνιας χρήσης τους.

Λένε πως κάθε συγγραφέας άλλωστε έχει ένα προσωπικό του κώδικα να επικοινωνεί με ένα συγκεκριμένο θέμα, να το προσεγγίζει και χρησιμοποιώντας το να το αναδεικνύει σε λογοτεχνικό έργο. Στην περίπτωση του Περικλή Γρίβα, ο τρόπος που επιλέγει ο συγγραφέας, για να δημιουργήσει το έργο του είναι η αμεσότητα και η λιτή ευθυβολία του λόγου που χρησιμοποιεί, για να τραβήξει το ενδιαφέρον του αναγνώστη του και να τον συμπαρασύρει στις σελίδες του.

«Καταραμένη γενιά η δική μας! Καταραμένες κι οι ιδέες! Μας έπνιξε το μίσος και το αίμα. Κι όλα αυτά γιατί;» αναρωτιέται ο συγγραφέας. «Για το τίποτα. Γιατί όλα ένα τίποτα ήταν. Μόνο αθώα χυμένο αίμα. Και πόνος. Από πληγές που σάπισαν», γράφει κι αγγίζοντας τη δική μας μνήμη επαναφέρει στο νου τους στίχους του μεγάλου Έλληνα ποιητή, του Γιώργου Σεφέρη, όταν έγραφε για το ριζικό μιας γενιάς ανθρώπων που ξαστόχησε:

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.

Τόσα κορμιά ριγμένα

στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.

τόσες ψυχές

δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.

Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα

για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη

μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου

για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη».

Το βιβλίο γίνεται όλο μια καταιγίδα, μια νύχτα βροχής, μια νύχτα που όταν θα ξημερώσει θα επανατοποθετηθούν τα πράγματα από την αρχή και η τραγωδία θα οδηγηθεί στην κάθαρση, μια και η μνήμη που ξυπνά γίνεται βροχή δυνατή, μια καταιγίδα που σαρώνει το νου! Μια νύχτα που αρκεί για να γεμίσει υγρασία την ψυχή πριν ξεχειλίσει και τα πιο λεπταίσθητα συναισθήματα βγουν στην επιφάνειά της και επαναπροσδιορίσουν το ανθρώπινο μέτρο. Ο συγγραφέας γίνεται ένα μικρό παιδί που παίζει με τις λέξεις του μέσα στα νερά αυτής της βροχής και απολαμβάνει, σαν σκανταλιάρικο πιτσιρίκι, να νοτίζει τους γύρω του, χοροπηδώντας μέσα σ’ αυτά.

Μια αρμονία διέπει ολόκληρο το κείμενο. Οι ιστορικές μαρτυρίες και πληροφορίες, τις οποίες ο συγγραφέας επιλέγει να μας δώσει, δένουν με την πλοκή κι έτσι αποτελούν ένα ακόμη πόλο ενδιαφέροντος για τον αναγνώστη που νιώθει τον εσωτερικό ρυθμό του κειμένου και τον έλεγχο που σε όλες τις σελίδες του αναγνώσματος ο Περικλής Γρίβας εξασκεί. Οι περιγραφές, ζυμωμένες με τις λεπτομέρειες που χρησιμοποιεί, δίνουν στο κείμενο τις απαραίτητες πληροφορίες και το καθιστούν ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία του σελίδα, αποσαφηνίζοντας τις συνθήκες διαβίωσης μιας πληγωμένης γενιάς, μιας γενιάς με κατακρεουργημένα όνειρα και ραγισμένες ελπίδες.

Ένας άνθρωπος επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στον τόπο που γεννήθηκε και ξετυλίγει το κουβάρι μιας ιστορίας για να αποκαλύψει τα πάθη, τα λάθη και τις τραγικές στιγμές που έζησε ο τόπος. ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ έχουν περάσει πια, κάποιοι όμως αναζητούν ακόμα τη δικαίωση και την υπόσχεση ότι αυτός ο τόπος δε θα ξαναζήσει βουτηγμένος στο αίμα της ντροπής.

Όσοι έχουν την ευκαιρία να γνωρίζουν προσωπικά τον συγγραφέα και διαβάσουν τώρα το έργο του θα καταλάβουν ότι ο Περικλής Γρίβας εξεικονίζει τις ιστορίες του με την ίδια καθαρότητα που τον χαρακτηρίζει και στην προσωπική του ζωή, αναμετρώντας τις δυνάμεις του απέναντι σε μια ψυχολογική ταύτιση με τους ήρωες του. Ο Περικλής καταθέτει μια ιδιαίτερη ευαισθησία στα κείμενά του, ίδια με αυτήν που δείχνει σε κάθε πλευρά της ζωής του και πετυχαίνει όχι μόνο να ανασυστήσει μια εποχή οδύνης και πάθους αλλά να καταδείξει πόσο σκληρή μπορεί να είναι η μοίρα μερικών ανθρώπων. Κι επειδή είναι σημαντική η σχέση του και με τον ποιητικό λόγο, ο ποιητής Περικλής Γρίβας, γνωρίζοντας καλά πόσο μεγάλη αξία έχει η ακρίβεια στην επιλογή μιας λέξης, αποδίδει στο έργο του έναν κόσμο ιδιαίτερης δύναμης και απαράμιλλης αλήθειας, κάνοντας όλους εμάς τους αναγνώστες του να γοητευόμαστε από μια άλλη θέαση των πραγμάτων.

Θα σταθώ σε δυο λόγια που ο Περικλής έχει γράψει στον πρόλογο της μικρής του συλλογής διηγημάτων ΔΕΡΜΑ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΟ ΑΛΑΤΙ και δείχνουν την αξία της συγγραφικής τέχνης στη ζωή του συγκεκριμένου δημιουργού:

«Η τέχνη της γραφής, γράφει, σαν μουσική τη νύχτα ξυπνάει προσδοκίες και κάποτε εφιάλτες. Ξυπνάει το άλλο μας εγώ, αυτό που κρυμμένο βαθιά πετάει κλαράκια στο φως. Με οδύνη και πάθος, συναισθήματα αταίριαστα, ανθίζει σε σελίδες λευκές αποτελώντας ίαση σε όσα μας πονούν, φανερά ή κρυφά, γλυκά ή οδυνηρά».

.







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές από τον Δημήτρη Κώτσο

ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΙΣ ΤΑΝ ΠΟΛΙΝ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ