Ξεχάστε με στη θάλασσα/ Θόδωρος Αγγελόπουλος



«Ξεχάστε με στη θάλασσα»

«Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας. Είμαι επισκέπτης. Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά κι έπειτα δεν μου ανήκει. Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει "δικό μου είναι" Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία. Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε. Ότι δεν έχω καν όνομα. Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο. Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω. Ξεχάστε με στη θάλασσα. Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία.»

(ανέκδοτο ποίημα του Θόδωρου Αγγελόπουλου, γραμμένο το 1982)

Μια ανάγκη διαύγειας στην ποιητική χρήση της εικόνας έφερε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο αντιμέτωπο με το πεπρωμένο του, έτσι ώστε να παρατήσει τις νομικές του σπουδές και να στραφεί σε μια συνάντηση με την ψυχική έκφραση των συναισθημάτων του, μέσω της κινηματογραφικής τους καταγραφής.
Η παρουσία του υπήρξε εξόχως σημαντική. Αν η Στροφή του Σεφέρη σηματοδότησε μια νέα γενιά στη νεοελληνική ποίηση η Αναπαράσταση του Θόδωρου Αγγελόπουλου το 1970 ουσιαστικά εγκαινιάζει την εμφάνιση του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (ΝΕΚ) με την οποία ο δημιουργός Αγγελόπουλος φέρνει μια νέα τεχνική, χρησιμοποιώντας έναν ολόφρεσκο, αποτελεσματικότερο τρόπο έκφρασης με τον οποίο θα διαφοροποιηθεί από ό,τι προγενέστερο.
Ο ΝΕΚ είναι ένας κινηματογράφος πολύμορφος και διαθέτει μια εκρηκτική θεώρηση για τα πράγματα. Όπως υποστήριξε ο Moumtzis είναι «ένα ρεύμα δοκιμιακού κινηματογράφου, ενός κινηματογράφου ιδεών, αποτέλεσμα των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών της εποχής και στηρίζεται στην απόρριψη». Ο ΝΕΚ απορρίπτει το σενάριο, την τεχνική, ακόμη και την ύπαρξη των ηθοποιών. Πρόκειται για ένα είδος κινηματογραφικού μοντερνισμού στον οποίο ο Αγγελόπουλος εντάσσεται και μαζί του ο Σταύρος Τορνέ, ο Νίκος Νικολαΐδης και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος.
Στο έργο του Αγγελόπουλου κυριαρχεί το πολιτικό στοιχείο μέσα από μια θεματολογία με κοινωνικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις. Μια μορφή κριτικής και ανανέωσης της μοντερνιστικής παράδοσης, χωρίς να συμβαίνει πάντα η ρήξη με την παράδοση. Ο σκηνοθέτης αγωνιά για την επιβεβαίωση της πολιτιστικής ταυτότητας, βασικό στοιχείο της οποίας είναι η ελληνικότητα και για την κατάκτηση μιας νέας κινηματογραφικής γλώσσας που θα τοποθετεί τον σκηνοθέτη ως κορυφαίο και μοναδικό δημιουργό της ταινίας.
Γι αυτό το λόγο περιφρονεί κυριολεκτικά τον Παλιό Κινηματογράφο (ΠΕΚ) και αναγνωρίζει ως πρότυπα του δημιουργούς όπως ο Ιάπωνας Γιασουζίρο Όζου, ο Δανός Καρλ Ντράγερ και ο Αμερικανός Όρσον Ουέλες, δημιουργούς με καινοτόμους εκφραστικούς τρόπους αλλά ταυτόχρονα μορφές που περνούν στο πάνθεον των κλασικών του κινηματογράφου.
«Είμαι ένας άνθρωπος που ανήκει σε μια γενιά που έχει περάσει από συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους με όλες τις έννοιες και με την απήχηση του ιστορικού παρόντος της εκάστοτε εποχής πάνω στην καθημερινότητα» είχε πει στο Βήμα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. «Θεωρώ ότι δεν μπορείς να μένεις εκτός και αυτή είναι η ουσιώδης διαφορά της δικής μου γενιάς κινηματογραφιστών με την σημερινή».
Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί περίτεχνα την έννοια του χρόνου και επιχειρεί την ανάγνωση εκ νέου της ελληνικής ιστορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ταινία του Ο Θίασος, η σημαντικότερη ταινία του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου αλλά και του Ευρωπαϊκού, η οποία καλύπτει ένα τεράστιο χρονικό φάσμα, από τη δικτατορία του Μεταξά το 1939 έως την εποχή Παπάγου και διαπερνά μέσα από την ιστορία της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα και τον τραγικό εμφύλιο.
Μέσα από μια χρονική, αφηγηματική διαδρομή, την οποία ακολουθεί σταθερά στο σύνολο του έργου του και συνδυάζοντας τις προσωπικές του αναζητήσεις με την ιστορική πραγματικότητα, ο Αγγελόπουλος δεν αποκόπτεται εντελώς από την παράδοση της κινηματογραφικής τεχνικής. Παίζει όμως ένα παιχνίδι με το χρόνο. Μελλοντικά γεγονότα προλέγονται μέσα από πλάνα που συνομιλούν σε έναν αργόσυρτο ωστόσο πραγματικό χρόνο ή καλύτερα σε έναν νεκρό χρόνο, όπου τίποτε ορατό δε συμβαίνει μέσα στο πλάνο αλλά ένας ολόκληρος συγκλονισμός ποιητικής διαδραματίζεται αθέατα μέσα στην αφήγηση. Πρόκειται για τα απαραίτητα εκείνα μεσοδιαστήματα που επιτρέπουν στη σκέψη του θεατή να πάρει μια ανάσα και να ταξινομήσει τους προβληματισμούς της. Οι κινήσεις των ηθοποιών ή η κρυσταλλική τους ακινησία, οι σιωπές τους ή ο τόνος της φωνής, ο φωτισμός και η φωτογραφία της εικόνας είναι τα οικοδομικά υλικά του δημιουργού που αναγάγουν τον άνθρωπο στο επίπεδο της τελείωσης και της αυτογνωσίας.


Τα πλάνα είναι μεγάλα, ενότητες ολόκληρες που σκηνοθετεί για να δημιουργήσει το δικό του χωροχρόνο ο δημιουργός τους. Ο Αγγελόπουλος επιλέγει το πλάνο – ενότητα (plan-sequence) ως το ιδιαίτερο και συνάμα προσωπικό του στοιχείο γλωσσικής εκφραστικής. Η κάμερα του ταξιδεύει, άλλοτε προς τα εμπρός, σπάνια προς τα πίσω, διευκολύνοντας έτσι την ενσωμάτωση του φυσικού χρόνου στο πλάνο-ενότητα που γυρίζει. Άλλοτε πάλι στέκεται ακίνητη μπροστά από το σκηνικό και με μια θεατρική προσέγγιση συλλαμβάνει τα κινηματογραφικά δρώμενα απερίσπαστα και εντελώς εξωφιλμικά.
Χρησιμοποιώντας μια νέα τεχνοτροπική διαλεκτική που οδηγεί στη νοηματοδότηση της εικόνας ο Αγγελόπουλος δημιουργεί με γνώμονα ένα προσωπικό του πάθος, έναν έρωτα που τον κινητοποιεί στην αναθεώρηση της σύγχρονης αισθητικής και στην προσωπική του μεταμόρφωση σε έναν σημαντικό πρόδρομο μιας νέας εποχής όχι μόνο στα κινηματογραφικά δεδομένα αλλά και στην ποιητική της γραφής.
Ο θεατής του Αγγελόπουλου βουτά κυριολεκτικά στους βυθούς μιας ήρεμης τρικυμίας, καθώς μέσα από το έργο του, το βασισμένο στην ποιητική λογική του μη συμβιβασμού, ο δημιουργός εξαπολύει τον καταγγελτικό του λόγο και ασκεί μια δριμεία κριτική στις κοινωνικο-πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής που διαπραγματεύεται, ζητώντας κάθε φορά από τον θεατή να κάνει ένα βήμα παραπέρα, να προχωρήσει λίγο παρακάτω με τη φόρα που των ωθεί η γνώση και η ένταση της κριτικής άποψης του Αγγελόπουλου.
Το ξάφνιασμα που δοκιμάζει ο θεατής είναι πάντα αποτέλεσμα της πνευματικής ανέλιξης του Αγγελόπουλου και της πνευματικής του ευκινησίας που του επιτρέπουν τολμήματα τόσο στην έκφραση όσο και στη τεχνική του. Ωστόσο για τον μυημένο εραστή της ποιητικής του είναι σαφές ότι όλες οι ταινίες του αποτελούν κομμάτια ενός ιδιότυπου παζλ, το σύνολο του οποίου σχηματίζει έναν μικρόκοσμο με καθαρά περιγράμματα και ξεκάθαρους τόνους, ένα κόσμο μικρό και μέγα, η είσοδος στον οποίο οδηγεί στην προσωπική αυτοκριτική και βελτίωση.

Το έργο του Αγγελόπουλου γνώρισε παγκόσμια επιτυχία και απέσπασε σημαντικές διακρίσεις:

§ Η Εκπομπή, βραβείο κριτικών στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1968

§ Αναπαράσταση, Α' βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1970, βραβείο Ζωρζ Σαντούλ (Γαλλία, 1971), καλύτερης ξένης ταινίας στο Φεστιβάλ Hyères (1971), ειδική μνεία της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου (1971)

§ Μέρες του `36, Βραβείο σκηνοθεσίας και φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1972, βραβείο της FIPRESCI στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου (1972)

§ Ο Θίασος, Καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, Α' αντρικού και Α' γυναικείου ρόλου, Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1975, καλύτερη ταινία της δεκαετίας 1970-1980 από την Ένωση Κριτικών της Ιταλίας

§ Οι Κυνηγοί, Βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ του Σικάγο (1977), βραβείο της Ένωσης Τούρκων κριτικών (1977), επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ των Καννών

§ Ο Μεγαλέξανδρος έλαβε το Χρυσό Λιοντάρι το 1980 στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας.

§ Ταξίδι στα Κύθηρα, βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών (1984), κρατικά βραβεία καλύτερης ταινίας, σεναρίου, α΄ ανδρικού ρόλου, α' γυναικείου ρόλου,σκηνογραφίας, βραβείο κριτικών στο Φεστιβάλ Ρίο ντε Τζανέϊρο (1984),

§ Τοπίο στην Ομίχλη έλαβε (μοιράστηκε) το Αργυρό Λιοντάρι Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας, βραβείο Φελίξ καλύτερης Ευρωπαϊκής ταινίας (1988).

§ Το Βλέμμα του Οδυσσέα έλαβε το Μεγάλο Βραβείο Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών, βραβείο της FIPRESCI (1995). Επίσης, οι κριτικοί του περιοδικού Time το ψήφισαν στις 100 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου.[3]

§ Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών (1998).

§ Τριλογία - Το Λιβάδι που Δακρύζει κέρδισε βραβείο της FIPRESCI (2004).

§ Xρυσό μετάλλιο του ιδρύματος Circulo de Bellas Artes (Mαδρίτη, 2008) για το σύνολο του έργου του.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές από τον Δημήτρη Κώτσο

ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΙΣ ΤΑΝ ΠΟΛΙΝ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ