Η Τζένη Μανάκη γράφει για το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ

 

«Την πραγματική σου τύχη τη συναντάς καμιά φορά ακριβώς εκεί όπου είχες αποφασίσει να πας για να την αποφύγεις»


Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Τέσυ Μπάιλα «Λέγε με Ισμαήλ». Εκδ. Ψυχογιός

 

Η Τέσυ Μπάιλα συγγραφέας με βαθιά ενσυναίσθηση για τον πάσχοντα άνθρωπο από τις απρόσμενες και αναπόφευκτες περιπέτειες της ζωής, επανέρχεται με το νέο μυθιστόρημά της που έχει για τίτλο την εμβληματική πρώτη φράση του βιβλίου

”Μόμπυ Ντικ” του Μέλβιλ.

Με καμβά τη μελαγχολική – πάντα υπέροχη – Κωνσταντινούπολη της αρχής του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα, με την ιδιαίτερη, πλούσια αφηγηματική τεχνική της, δημιουργεί έναν θίασο ηρώων με πρωταγωνιστές τη Γιασεμώ, τον Ισίδωρο και τον Ισμαήλ γύρω από τους οποίους περιστρέφονται δευτερεύοντες, το ίδιο βαθιά ψυχογραφημένοι χαρακτήρες.

Κορύφωση της αφήγησής της τα Σεπτεμβριανά του ’55 που ανιστορούνται ζωντανά θαρρείς βιωματικά. Αγριότητες που συνέβησαν εις βάρος των ομοεθνών μας κατοίκων της Πόλης,  μετά μια σειρά προσχεδιασμένων γεγονότων, -αφελώς αγνοημένα προμηνύματα προαγγελίας του ολέθρου-, που άναψαν τη φωτιά του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας.

Διαφαίνεται ως βασική πρόθεσή της η επισήμανση των καταστροφικών αποφάσεων που παίρνονται από κέντρα εξουσίας αγνοώντας τον παράγοντα άνθρωπο, με συνέπεια την πρόκληση στις ζωές ανύποπτων συχνά ανθρώπων, προσωπικών και συλλογικών δραμάτων, ανείπωτων αγριοτήτων, βίαιων θανάτων, ξεριζωμών, απώλειας περιουσιών, μόχθων μιας ολόκληρης ζωής.

 “ Τίποτα δεν ενώνει τους ανθρώπους περισσότερο από την κοινή ανάγκη για εκδίκηση. Και όσοι είχαν μαζευτεί εκείνη την ημέρα στη γωνία του δρόμου και εφοδιάζονταν με χοντρά στειλιάρια τραβώντας τα από την καρότσα ενός φορτηγού ένιωθαν την οργή να ξεχειλίζει από μέσα τους και να μετατρέπεται σε κύμα έτοιμο να πλημμυρίσει τους δρόμους και τα σοκάκια στο ήσυχο έως εκείνη τη στιγμή Πέρα.”

Μέσα από τη μυθοπλαστική όσμωση ανθρώπων διαφορετικών φυλών και θρησκειών η Μπάιλα γράφει συγχρόνως Ιστορία και Λαογραφία, με ιδιαίτερη αφοσίωση στη δεύτερη. Μέλημά της τα ανθρώπινα παθήματα από τις ανελέητες στροφές της Ιστορίας.

Με την πολυεπίπεδη αφήγησή της αναπαριστά γλαφυρά, με ακρίβεια κινηματογραφική, μια ολόκληρη εποχή, με τον φακό της γραφίδας της να εστιάζει σε κάθε λεπτομέρεια σκηνικών και προσώπων, φωτός και καταχνιάς, συναισθημάτων και ηδυπάθειας, τρυφερότητας και βίας, οσμών και γεύσεων.

Εικόνες αυθεντικές γραμμένες με συγκρατημένο λυρισμό, ζωντανεύουν μνήμες. Διάλογοι με το ιδιόλεκτο των Ελλήνων της Πόλης, αρχοντικά σπίτια της ελληνικής συνοικίας και χαμοκέλες, ορθόδοξες εκκλησίες και το Πατριαρχείο, μιναρέδες και  τρούλοι, ο ζεστός ατμός των χαμάμ και τα ύποπτα γεμάτα έρωτα και ηδυπάθεια καφέ αμάν, καταφέρνουν να παρασύρουν τον αναγνώστη στους δρόμους του Πέρα, στα όμορφα αλλά και  σκοτεινά σοκάκια κι από εκεί στη Γέφυρα του Γαλατά, πάνω από τον κυματισμό του Βοσπόρου με το δροσερό αεράκι και τους πάλλευκους γλάρους ν’ ακολουθούν.

Η αφήγηση εκτυλίσσεται από το 1955 μέχρι το 1964, κυρίως στην ελληνική γειτονιά, το Πέρα, που βρίσκεται στο κέντρο της Πόλης όπου ζουν αρμονικά με αγάπη και φιλικούς δεσμούς Έλληνες και Οθωμανοί.

 

 

Ανάμεσά τους ο Ισμαήλ που διατηρεί έναν καφενέ και δίπλα του Ισίδωρος με το μοναδικό ελληνικό βιβλιοπωλείο. Ερωτευμένοι μ’ έναν ανείπωτο έρωτα και οι δύο με την Αϊσέ που κάποτε εξαφανίζεται αφήνοντας στη μητέρα της τη μικρή της κόρη Εσίν, που και οι δυο φροντίζουν και νοιάζονται.

“Μα κι όταν εκείνη ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε κατάματα, θέλοντας να του δείξει ότι περίμενε μια του λέξη, εκείνος δεν είπε τίποτα. Συνέχισε να διαβάζει.

          Μια ανυπόταχτη γυναικεία ψυχή ήταν φυλακισμένη μέσα της και αδημονούσε να πετάξει στους ορίζοντες του έρωτα. Όμως δεν ήξερε πως για να πετάξεις πρέπει να ανοίξεις τα δικά σου φτερά, να μη φοράς τα ξένα. Και τα φτερά του Ισίδωρου έμοιαζαν άτολμα να ανοίξουν‘ και του Ισμαήλ πολύ κοντά για να πετάξουν”.

 

Η Εσίν που το όνομά της σημαίνει αεράκι, είναι η ηρωίδα της που καταφέρνει να ξεπεράσει τη μοίρα της.

Στην ίδια γειτονιά η αρχόντισσα Καλλιάνθη πληγωμένη από έναν ανεκπλήρωτο παρθενικό έρωτα, ζει με την ψυχοκόρη της Μέλπω, και οι δύο με αγάπη φροντίζουν τον Ισμαήλ.

Δεν φοβάται κανείς να χάσει ό,τι λίγο του απομένει”

 

Κάπου εκεί κυκλοφορεί και ο Ναντίρ με ύποπτο παρόν, ερωτευμένος με την πανέμορφη, καλλίφωνη και άτυχη Ασλίβ. 

Εμβληματικός χαρακτήρας η γερασμένη πλέον, πάντα ανεξάρτητη Γιασεμώ, που αναμασά τις αποκοτιές της νιότης, κυρίως εκείνη που ο έρωτας την έκανε να απωλέσει την ανεξαρτησία της με ολέθρια για την ίδια αποτελέσματα. Στο παρόν της αφήγησης παρά τη φτώχεια της, έχει αποκομίσει σοφία από τη ζωή, νοιάζεται για όλα και για όλους και πιο πολύ για τον σκύλο της τον Γιουσούφ.

Απελπισμένα τριγύριζαν οι σκέψεις στο μυαλό της Γιασεμώς. Καμιά φορά η ζωή φέρνει μόνη της τη λύση στα αδιέξοδα. Ανοίγει μπροστά σου μια χαραμάδα κι από εκεί ακόμη και το ελάχιστο φως μοιάζει σαν ήλιος κι αρκεί για να σε ζεστάνει. Χαράζει ένα νέο μονοπάτι. Ακόμα κι αν αυτό το μονοπάτι είναι προς μια λάθος κατεύθυνση, δεν έχει σημασία. Το ακολουθείς γιατί δεν έχεις άλλη επιλογή”. 

 

Οι ήρωες της Μπάιλα άνθρωποι καθημερινοί, άλλοι ακολουθούν τη μοίρα τους και άλλοι απεγνωσμένα προσπαθούν να την αλλάξουν. Χαρακτηριστική η σκληρή πατριαρχία της εποχής που δημιουργεί γυναίκες – θύματα βίαιων, άξεστων ανδρών.

“Στην Ανατολή η γυναίκα μοιάζει να μην έχει καμιά θέση’ μόνο ο άντρας μετράει. Πόσες γυναίκες δεν είχαν χαθεί στα βαθιά και ορμητικά νερά της θάλασσας. Πόσες οιμωγές δεν είχαν ακουστεί πάνω από τα θαλασσινά ρεύματα του Βόσπορου”.

Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για μια ολόκληρη εποχή με άρωμα Ανατολής κι έναν κοσμοπολιτισμό που χάνεται. Ένα μυθιστόρημα με σημαντικούς χαρακτήρες που αρμονικά συμβιώνουν και μοιράζονται αγάπη και ελπίδες που κορυφώνεται συναισθηματικά με την απρόσμενη εθελούσια ανταλλαγή ταυτοτήτων, προς επιβεβαίωση της δύναμης της αγάπης και της ανθρωπιάς.

 Πηγή: https://www.fractalart.gr/lege-me-ismail-tesy-baila/

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές από τον Δημήτρη Κώτσο

ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΙΣ ΤΑΝ ΠΟΛΙΝ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ