Η Λίλια Τσούβα γράφει για το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ


 Ανάμνηση μιας κοινωνίας και μιας εποχής

Γράφει η Λίλια Τσούβα στο Literature.gr

Λέγε με Ισμαήλ (Ψυχογιός, 2022). Πρόκειται για μια περίοδο δραματική όσον αφορά τον ελληνισμό. Περιλαμβάνει τις εξελίξεις που ακολούθησαν τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923, τα γεγονότα του Σεπτέμβρη του 1955 στην Κωνσταντινούπολη και την καταστροφή των περιουσιών της ομογένειας, αλλά και τις απελάσεις του 1964, όταν οι τελευταίοι εναπομείναντες Έλληνες αναγκάστηκαν μέσα σε λίγες ώρες να φύγουν από την Τουρκία, έχοντας δικαίωμα να πάρουν μαζί τους μόνον πράγματα 20 κιλών και λίρες αξίας 20 δολαρίων («20 δολάρια, 20 κιλά»).

Με φόντο την επώδυνη αυτή εποχή, η Μπάιλα στήνει έναν πανοραμικό πίνακα που συνενώνει αγαπημένες μνήμες των Ελλήνων της Πόλης, εξωραϊσμένες ίσως από την απόσταση του χρόνου, κοιταγμένες μέσα από τον φακό της ομορφιάς, αλλά και των θλιβερών διώξεων που ακολούθησαν. Τα στοιχεία που συγκινούν στο βιβλίο είναι η εστίαση στους απλούς ανθρώπους, στις μικροχαρές και τις λύπες, στις αντιλήψεις και τα πάθη, χαρακτηριστικό που προσδίδει αυθεντικότητα στην αφήγηση, αλλά και η αρμονική συμβίωση των ποικίλων εθνοτήτων: Ελλήνων, Τούρκων, Αρμενίων, Εβραίων, Φραγκολεβαντίνων, Ρομά.λουθεί πορεία ανάδρομη. Ξεκινά με αφετηρία την Κωνσταντινούπολη του 1964 και έναν από τους βασικούς πρωταγωνιστές να αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο. Συνεχίζει με εξισόρηση σε τρίτο πρόσωπο και ένα αποστασιοποιημένο αφηγητή, ο οποίος με μηδενική εστίαση αναπαριστά συναισθήματα και συμβάντα. Κλείνει με επαναφορά στον βασικό πρωταγωνιστή και την πρωτοπρόσωπη εξομολογητική αφήγηση.

Χωροχρονικός πυρήνας η πολυπολιτισμική Κωνσταντινούπολη με την πλούσια ιστορία. Κέντρο των συμβάντων ο διαβόητος Σεπτέμβρης του 1955 με τις φρικαλεότητες του κατευθυνόμενου όχλου προς τις ελληνικές οικογένειες της συνοικίας του Πέρα, ωμότητες τις οποίες υπέθαλψε η πολιτική των Νεοτούρκων, επιθυμώντας όχι μόνο την εξόντωση των μη μουσουλμανικών εθνοτικών ομάδων, αλλά και τη μεταφορά του κεφαλαίου από τις μειονότητες που το κατείχαν επί αιώνες, προς την τουρκική πλευρά. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το Κυπριακό ζήτημα, με τα συμφέροντα των Άγγλων να θέλουν να μετατρέψουν τον αγώνα για αυτοδιάθεση των Κυπρίων (1955) σε ελληνοτουρκική διένεξη, ώστε να μπορούν, διαδραματίζοντας τον διαμεσολαβητή, να διατηρήσουν την παρουσία τους στην περιοχή.

Τον Σεπτέμβριο του 1955, οργανωμένες ομάδες εξαγριωμένων Τούρκων μεταφέρθηκαν από τα βάθη της Ανατολής έναντι αμοιβής (ποσό 6 δολαρίων, το οποίο ουδέποτε έλαβαν). Λεηλάτησαν όλα τα ελληνικά εμπορικά καταστήματα στο κέντρο της πόλης, κατέστρεψαν οικίες, ναούς, σχολεία, νεκροταφεία, κακοποίησαν, σκότωσαν. Οι πέντε μεγάλοι δρόμοι που οδηγούν στην πλατεία Ταξίμ γέμισαν ξαφνικά από έναν μαινόμενο όχλο, οπλισμένο με μπιτόνια βενζίνης και δυναμίτιδα, ρόπαλα, φτυάρια, τσεκούρια, πέτρες, λοστούς, αξίνες, σφυριά. Έναν όχλο που φώναζε συνθήματα κατά των Ελλήνων, διατυμπάνιζε ότι η Κύπρος είναι τουρκική και γκρέμιζε καθετί ελληνικό στο πέρασμά του.

Λίγες επιχειρήσεις κατάφεραν να ορθοποδήσουν μετά τα οδυνηρά γεγονότα. Χιλιάδες ομογενείς μέσα σε μια νύχτα έμειναν άνεργοι ή άστεγοι. Το ελληνικό στοιχείο απώλεσε τον σπουδαίο οικονομικό και κοινωνικό του ρόλο. Η ξακουστή συνοικία του Πέρα με τα πανέμορφα νεοκλασικά που απέπνεαν πατροπαράδοτο ελληνικό πολιτισμό, είχε χτυπηθεί τελεσίδικα.

Η διαβόητη Νύχτα των κρυστάλλων, όπως χαρακτηρίστηκε, για τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο η Τέσυ Μπάιλα φιλοτεχνεί τη μυθοπλασία της. Πρωταγωνιστές δύο λαοί με κοινούς τόπους πολιτισμού και εμπειρίες, με κοινά προβλήματα και αγωνίες. Ο Ισμαήλ, ο Ισίδωρος, η Αϊσέ, η Εσίν, η Καλλιάνθη, η Μέλπω, η Γιασεμώ, ο Ναντίρ, η Ασλίβ, είναι άνθρωποι με διαφορετικές κουλτούρες, όμως συμβιώνουν αρμονικά, προσδίδοντας με την ειρηνική τους συμβίωση την ιδιαίτερη φυσιογνωμία στην πόλη. Αλληλοβοηθιούνται και ερωτεύονται, μοιράζονται ελπίδες και πόθους, υποφέρουν από ανάλγητες πολιτικές που τους υποχρεώνουν κάποια στιγμή να ζήσουν με τη νοσταλγία των αλησμόνητων πατρίδων, ως οι μεγάλοι αδικημένοι της ιστορίας.

Οι περιγραφές της Μπάιλα αναπαριστούν με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο την ανατολίτικη γοητεία της Κωνσταντινούπολης: τις λαϊκές συνοικίες και τους δρόμους, τα παζάρια και τα χαμάμ, τους εμπόρους και τους μικροπωλητές, τους γλάρους, την ομίχλη και το ηλιοβασίλεμα στον Βόσπορο, τη φωνή του Μουεζίνη, την αρχιτεκτονική, τη γαστρονομία και τον πλούτο των Ελλήνων, τα μπακίρια και τα χρυσαφικά του Πέρα. Το λόγιο στοιχείο των Ρωμιών αντιπροσωπεύεται από τον βιβλιοπώλη Ισίδωρο στο μυθιστόρημα, ενώ ο καλοκάγαθος Τούρκος Ισμαήλ και ο ξεριζωμός της οικογένειάς του από τη Μυτιλήνη το 1923, εκπροσωπούν τα παθήματα των Τούρκων.

Τα τραγικά συμβάντα του 1955 αποτελούν ωστόσο μόνον το φόντο της ιστορίας. Η συγγραφέας επικεντρώνεται κυρίως στην ανθρώπινη περιπέτεια. Έμμεσα, αλλά και παράλληλα, σχολιάζει καίρια πολιτικοκοινωνικά ζητήματα: την πατριαρχία και τη θέση της γυναίκας στην Ανατολή, την παιδική εργασία, την πορνεία, την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από πολιτικές συμφωνίες αδιάφορες για τον πληθυσμό, την αξία της γνώσης, την ομορφιά του έρωτα, της αγάπης, της συντροφικότητας.

Ο Αλεξίς ντε Τοκβίλ στην πραγματεία «Δημοκρατία στην Αμερική» γράφει: «στη χώρα του και στην εποχή του ο άνθρωπος καθοδηγείται από μια ακαταμάχητη δύναμη. Χάνοντας κάθε ελπίδα να σταματήσει αυτή τη δύναμη, στρέφει όλες τις σκέψεις του προς την κατεύθυνσή της».

Η Μπάιλα παρουσιάζει τη δύναμη του κακού που συχνά κατευθύνει τον άνθρωπο. Όμως, εστιάζει στην αξία της ανθρωπιάς που εν τέλει ρυθμίζει τη μοίρα του. Εξιστορώντας τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής, (τον τίτλο του έργου της δανείζεται από την πρώτη φράση του βιβλίου του Χέρμαν Μέλβιλ, Μόμπι Ντικ), αφενός εξαίρει την επιμονή του ανθρώπου που σαν τον Προμηθέα παλεύει με κάθε φύσεως αντιξοότητες, αφετέρου προβληματίζεται με την ανακάλυψη του θηρίου που κρύβει μέσα του (τυφλό μίσος, συμφέρον, εγωισμό, φθόνο, κλπ.).

[…] Άνοιξε το βιβλίο του στην πρώτη σελίδα. Πάντα του άρεσε να διαβάζει την πρώτη παράγραφο του μυθιστορήματοςΚατέγραφε μάλιστα τις φράσεις αυτές στο τετράδιό του και συχνά τις διάβαζε ξανά και ξανά, προτού πέσει στο κρεβάτι του. Πέρασε το δάχτυλό του πάνω από τις πρώτες αράδες και διάβασε για πολλοστή φορά:

«Λέγε με Ισμαήλ. Πριν από μερικά χρόνια -δεν έχει σημασία πόσα ακριβώς- έχοντας λίγα ή καθόλου χρήματα στο πουγκί μου και τίποτα ιδιαίτερο που να με ενδιαφέρει στη στεριά, σκέφτηκα να ταξιδέψω λίγο στη θάλασσα και να δω το υδάτινο μέρος του κόσμου».

Ήταν το αγαπημένο του βιβλίο. Το Μόμπι Ντικ. Όποτε το διάβαζε σκεφτόταν τον δικό του Ισμαήλ και την οικογένειά του. Έτσι κι αυτοί πριν από μερικά χρόνια είχαν φύγει σε ένα θαλασσινό ταξίδι, αποχαιρετώντας για πάντα όλα όσα γνώριζαν έως τότε. Με τη βία αποκολλήθηκαν από τη γη των προγόνων τους για να βρεθούν σε ένα άγνωστο μέρος, λες και υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι με μεγαλύτερο δικαίωμα από τους άλλους σε έναν τόπο. […] (σελ. 301)

Πλάθοντας χαρακτήρες αγγελικούς, (στοιχείο ρομαντικό που αποκαλύπτει αισιοδοξία για την ανθρώπινη φύση), όπως και εωσφορικούς, αποτυπώνει τις δύο πλευρές του ανθρώπου και του πολιτισμού. Αντιμετωπίζει ωστόσο τους ήρωές της με συμπάθεια. Δεν βαρύνει η φυλή, αλλά ο άνθρωπος. Ο αγώνας για επιβίωση είναι ίδιος. Οι πολιτικές είναι που δημιουργούν τις εχθρότητες, ενώ η παιδική και η εφηβική ηλικία παίζουν καθοριστικό ρόλο. Τόπος και νεότητα αφήνουν ανεξίτηλα χνάρια στη μνήμη. Οι ιστορίες των προσώπων αναπτύσσονται παράλληλα, με αποτέλεσμα να αναπαριστούν την εποχή, κάποιες ωστόσο από αυτές παρουσιάζουν αρτιότητα και θα μπορούσαν να αποτελέσουν αυτοτελή πεζογραφήματα.

Η Μπάιλα, σαν να χύνει λάδι στη φουρτούνα που μαίνεται γύρω, επιλέγει τον νηφάλιο και πράο αφηγηματικό λόγο, πλούσιο σε ποιητικές και λυρικές εκφράσεις. Το μυθιστόρημά της Λέγε με Ισμαήλ είναι ένα καθαρά αντιρατσιστικό και ανθρωπιστικό έργο, ένας ύμνος στην αδελφοσύνη και τη συνύπαρξη, την καλοσύνη και την ανθρώπινη ποικιλομορφία. Έναν αιώνα μετά την επώδυνη ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923 επαναφέρει στη μνήμη το μεγαλείο, αλλά και την οδύνη μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων και Τούρκων.

[…] Τα μεγαλύτερα βιβλία τα γράφει η ίδια η ζωή, σκέφτηκε. Σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε έξω από το ανοιχτό παράθυρο του καφενέ. Ο κόσμος περνούσε βιαστικός. Η μέρα είχε αρχίσει ήδη να μικραίνει και ρανίδες μελένιου φωτός διαπερνούσαν τα σοκάκια του Πέρα διαγράφοντας τα περιγράμματα των καταστημάτων, τα ξύλινα σπίτια στα στενοσόκακα και τα μαγαζιά στις στοές του Δρόμου του Πέρα, με ένα φως βγαλμένο, θαρρεί κανείς, από κάποια ελαιογραφία του Ρέμπραντ. Άλλοτε τρυφερό κι άλλοτε κοφτερό σαν λεπίδα έσκιζε τη σάρκα των δρόμων. […] (σελ. 303)

[i] Μέλβιλ  Χέρμαν, Μόμπι Ντικ ή Η Φάλαινα (Moby-Dick; or, The Whale), 1851.


ναΑνάμνηση μιας κοινωνίας και μιας εποχής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές από τον Δημήτρη Κώτσο

ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΙΣ ΤΑΝ ΠΟΛΙΝ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ