Ο Αιμίλιος Σολωμού γράφει για το βιβλίο "Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές"


Το μυθιστόρημα Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές είναι ένα βιβλίο που διατρέχει τη ζωή του πρωταγωνιστή, του Ανέστη, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό του. Η μέρα της γέννησής του αποδεικνύεται σημαδιακή. Τότε, τον Αύγουστο του 1898, διαδραματίστηκε ένα από τα πιο τραγικά γεγονότα στη σύγχρονη ιστορία της Κρήτης, η μεγάλη σφαγή στο Ηράκλειο. Ο παππούς Λεωνίδας θα τον μυήσει στη ζωή και παράλληλα θα αρχίσει αυτοδίδακτος να μαθαίνει τα μυστικά της ζωγραφικής. Αργότερα θα μεταβεί στον Πειραιά και θα φοιτήσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Υπό την έννοια αυτή, το βιβλίο είναι εν μέρει ένα Bildungsroman, δηλαδή βιβλίο διάπλασης ή μαθητείας. Και επιπλέον ένα Künstlerroman, μυθιστόρημα διάπλασης του καλλιτέχνη.

Όμως, η γέννηση του Ανέστη εμπεριέχει ταυτόχρονα και την προσωπική του τραγωδία. Η μάνα του πέθανε στη γέννα. Η μοίρα του μοιάζει σφραγισμένη και προδιαγεγραμμένη. Ο πατέρας του, ξημεροβραδιάζεται σε κακόφημα μέρη και επιστρέφει στο σπίτι μεθυσμένος (σε μια τέτοια περίπτωση, την ώρα της γέννησης του παιδιού, βρίσκεται στον τόπο της σφαγής, στο Κάστρο). Είναι ιδιαίτερα βίαιος και θεωρεί υπεύθυνο τον Ανέστη για τον θάνατο της μητέρας του. Στην καρδιά του δεν υπάρχει η παραμικρή αγάπη για το παιδί του. Ο Ανέστης μεγαλώνει με τον παππού του και τη θεια του Λουλουδιά, μαζί με την υιοθετημένη αδελφή του, τη Μυρσίνη, η οποία επέζησε της σφαγής στο Κάστρο.

Οι ήρωες της Τέσυς Μπάιλα παλεύουν με τους δαίμονές τους. Η συγγραφέας πραγματεύεται μια ιστορία για ανθρώπους τσακισμένους, ναυαγισμένους, με ζωές ρημαγμένες, οι οποίοι ανεβαίνουν ο καθένας τον γολγοθά του και βιώνουν τις προσωπικές τους τραγωδίες. Η ευτυχία τους δεν είναι παρά φευγαλέες στιγμές, μια ψευδαίσθηση που σβήνει μέσα σε αλλεπάλληλες δοκιμασίες. Μοιάζουν καταραμένοι και αυτό το πεπρωμένο τους είναι που κινεί τα νήματα του μυθιστορήματος. Χαρακτηριστική είναι η ζωή της Λουλουδιάς, η οποία πολύ νέα έχασε τον αγαπημένο της, τη μέρα που θα πήγαινε να τη ζητήσει από το σπίτι της. Από τότε, αφιερώθηκε στη φροντίδα του αδελφού της, στάθηκε δεύτερη μάνα στην ανατροφή του ανιψιού της κι έπειτα, στα γεράματα, στο δικό του ορφανό παιδί. Τα λόγια της απηχούν τη διαχρονική μοίρα της Ελληνίδας που μέσα σε δύσκολους καιρούς, και θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τον εαυτό της, πάλεψε με αξιοπρέπεια και εγκαρτέρηση και έγινε θυσία για τους άλλους: «Μαυροφορέθηκα και κλείστηκα στο σπίτι. Από τότε τα μαύρα δεν τα έβγαλα από πάνω μου. Ούτε απάντησα ποτέ στα προξενιά- και έστειλαν μπόλικα στη μάνα μου. Ήμουν όμορφη ξέρεις. Μα εγώ κείνο το όνειρο παντρεύτηκα. Αλλά χάθηκε το δύσμοιρο μέσα στα αίματα και τα μαχαίρια. Μια σκιά γίνηκε, και θα τη θυμούμαι όσο ζω. Γι’ αυτό σου λέω πως κατέω το τι πράμα είναι να έχεις βαθιά στα στήθια σου μια πεθυμιά μεγάλη κι ακάμωτη. Κατέω το πώς είναι να παίζεις με τις σκιές όταν είσαι στα σκοτάδια τση νύχτας» (οι διάλογοι του βιβλίου αναπτύσσονται στην κρητική διάλεκτο). Η Λουλουδιά ανήκει στους πιο ενδιαφέροντες και εμβληματικούς ήρωες του βιβλίου και η σκιαγράφηση του χαρακτήρα της είναι εξαιρετικά δουλεμένη. Το ίδιο μαεστρικά διαγράφεται η γοητευτική προσωπικότητα της Ισιδώρας, η οποία αναδεικνύεται πολύ περισσότερο μέσα από τις σιωπές, το βλέμμα, τις κινήσεις και λιγότερο μέσα από τα λόγια της.

Ο Ανέστης βρίσκεται μετέωρος και εγκλωβισμένος ανάμεσα σε ακραίες αντιθέσεις: από τη μια ο βίαιος και υπερβολικά σκληρός πατέρας του και από την άλλη ο μειλίχιος και ήπιος παππούς και η θεία του. Η ευαισθησία του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη συμπεριφορά του πατέρα του. Αλλά και ο πιστός του φίλος, ο Μικέλε, μοιάζει να ανήκει σε έναν άλλο κόσμο από τον δικό του. Ο Μικέλε είναι επιπόλαιος, ένας μπον βιβέρ της εποχής του. Ξελογιάζει τη μια γυναίκα μετά την άλλη, ο έρωτας και η καλοπέραση είναι οι μοναδικές του έγνοιες. Δεν είναι ίσως τυχαίο που ο Μικέλε εμφανίζεται στη ζωή του Ανέστη, όταν εξαφανίζεται ο πατέρας του. Ο Ανέστης μοιράζεται ανάμεσα σε δύο γυναίκες. Τη Χριστίνα, που ποζάρει ως γυμνό μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών, απελευθερωμένη κοπέλα, μάλλον ελευθερίων ηθών, και την Ισιδώρα. Η Ισιδώρα είναι ο απόλυτος έρωτάς του, μόνο που αυτός θα παραμείνει μέχρι το τέλος πλατωνικός. Το βιβλίο κινείται πάνω σε αυτές τις αντιθετικές σχέσεις.

Όπως όλα τα βιβλία της Τέσυς Μπάιλα, έτσι κι αυτό είναι μυθιστόρημα εποχής που εκτείνεται σε μια εκατονταετία πάνω κάτω: από το 1898 μέχρι το 1970, χωρίς να λείπουν αναφορές στην Επανάσταση του 1866 και ακόμα πιο πίσω στην πολιορκία του Χάνδακα και στην πτώση της Κρήτης στους Οθωμανούς. Στα χρόνια της διάπλασης του Ανέστη, ο παππούς Λεωνίδας συνήθιζε να του μιλά για την ιστορία του νησιού. Συχνά επαναλάμβανε: «Όποιος ξέρει τι γίνηκε χτες, γνωρίζει τι πρέπει να κάμει σήμερα και τι θα κάμει αύριο, σαν φτάσει η ώρα να τον καλέσει η πατρίδα». Τα ιστορικά γεγονότα, χωρίς να βαραίνουν, λειτουργούν ως απαραίτητο πλαίσιο για να αποτυπωθεί η εποχή και η ατμόσφαιρά της: οι σφαγές των κατοίκων, η πολιτική κατάσταση, οι επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Βενιζέλος και η Επανάσταση στο Θέρισο, η Αυτονομία της Κρήτης, η απελευθέρωση και η Ένωση με την Ελλάδα το 1913, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Είναι γεγονότα που καθορίζουν τις ζωές των ανθρώπων και των ηρώων του βιβλίου. Η συγγραφέας περιγράφει τη ζωή στο Κάστρο, στο Ηράκλειο -και τα Χανιά- στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Μέσα σε αυτά τα ταραχώδη χρόνια, ο Ανέστης θα μεγαλώσει και θα περιπλανηθεί, από το Ηράκλειο στα Χανιά και από εκεί στον Πειραιά. Θα γνωρίσει τη φρίκη του πολέμου στο Μακεδονικό Μέτωπο στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Κι έπειτα, πάλι, θα επιστρέψει, για να μείνει μέχρι το τέλος, και να ζήσει με τα φαντάσματα και τις μνήμες του, στο χωριό έξω από το Ηράκλειο, στο σπίτι του πλάι στη θάλασσα (στοιχείο που πρωταγωνιστεί στα μυθιστορήματα της Μπάιλα). Έτσι, με την κυκλική αφήγηση, διαγράφεται η επιστροφή και η κυκλική φορά στον χρόνο και στον χώρο. Μοναδική παρηγοριά του Ανέστη σε όλη αυτή τη διαδρομή, αυτή που δίνει νόημα στη ζωή του, θα είναι η ζωγραφική.

Ιδιαίτερα βαρύνουσες είναι οι σελίδες που αναφέρονται στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ένα σαφώς αντιπολεμικό κλίμα (κεφ. 28-32). Αλλά, ιδιαίτερα, εκείνο που βρίσκεται στην καρδιά του βιβλίου, αυτό στο οποίο μοιάζει να κορυφώνεται το μυθιστόρημα, είναι το κεφ. 35. Ο Ανέστης, μέσα σε μια παροξυντική κρίση, καθώς φαίνεται να διολισθαίνει στην παραφροσύνη, συνομιλεί με τον νεκρό Μικέλε και ζωγραφίζει πάνω σε ένα σεντόνι που ποτίστηκε με το αίμα του φίλου του, τη ζωή στα χαρακώματα και τη φρίκη του πολέμου. Στην άκρη του πίνακα αναπαριστά την Ισιδώρα να θρηνεί τη ζωή που χάθηκε. Θα αποδειχθεί το σημαντικότερό του έργο κι αυτό που, εν αγνοία του, θα τον κάνει γνωστό στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

Στο βιβλίο περιγράφονται βίαιες σκηνές: η σφαγή στο Μεγάλο Κάστρο, ο βίαιος πατέρας του Ανέστη και η σφαγή του πουλαριού του, οι σκληρές εικόνες του μετώπου στον Πόλεμο. Καθώς, όμως, το μυθιστόρημα οικοδομείται πάνω σε αντιθέσεις, είναι ίσως απαραίτητες για να καταδειχθεί η βιαιότητα του κόσμου από τη μια και από την άλλη η αντίδραση ενός ευαίσθητου ανθρώπου, όπως ο Ανέστης και ο ρόλος γενικά της τέχνης σε τόσο δύσκολες εποχές.

Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται σε τρίτο πρόσωπο. Ωστόσο, στην αρχή, σχεδόν στη μέση και στο τέλος ο αφηγητής εισάγει τον εαυτό του, σε πρώτο πρόσωπο ενικού, ως χαρακτήρα πια του βιβλίου. Η Τέσυ Μπάιλα δεν μας αποκαλύπτει την ταυτότητά του παρά στο τελευταίο κεφάλαιο. Είναι αυτός που θα φροντίσει, μετά τον θάνατο του Ανέστη, να γράψει την ιστορία του και να φτιάξει ένα μουσείο για τα έργα του. Παρά την τραγική ιστορία του Ανέστη, το βιβλίο κλείνει με αισιοδοξία και πίστη για τη ζωή. Κι αυτή η αισιοδοξία πηγάζει μέσα από την τέχνη.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές από τον Δημήτρη Κώτσο

ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΙΣ ΤΑΝ ΠΟΛΙΝ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ